Με αφορμή την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος και των περικοπών των εισοδημάτων που περιλαμβάνει, αλλά και της ανοικτής συζήτησης στους κόλπους της έλλογης αριστεράς περί της ανάγκαιότητας μιας δίκαιης λιτότητας (εδώ κι εδώ), ας θυμηθούμε τρεις παλιές ιδέες της πολιτικής οικολογίας που οριοθετούν έναν νέο τρόπο ζωής μακριά από το καταναλωτικό πρότυπο. Ισχυρίζομαι ότι οι ιδέες αυτές που υιοθετούνται και από τους θεωρητικούς της αποανάπτυξης, όπως ο Σερζ Λατούς, ο Πωλ Αριές κ.ά., μπορούν να δώσουν θετικό περιεχόμενο στον υποχρεωτικό αναπροσανατολισμό με τον οποίο θα βρεθεί αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία.
1) Εθελούσια απλότητα: να μάθουμε να είμαστε ευτυχισμένοι καταναλώνοντας λιγότερα. Αν δεχθούμε μάλιστα πως η καταναλωτική κοινωνία και η κοινωνία του θεάματος ευθύνονται για την κατασκευή του ιδιώτη καταναλωτή που δεν ενδιαφέρεται για να κοινά, παρά μόνο για την αύξηση της κατανάλωσης και τα ιδιωτικά του μικροσυμφέροντα, μια πιθανή και αναγκαία αναγέννηση της δημόσιας σφαίρας μπορεί να περνάει μόνο μέσα από την δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου. Ο μύθος της ανάπτυξης που εξέθρεψε το αμερικάνικο και ευρωπαϊκό όνειρο από το τέλος του Β’ Π.Π. μέχρι σήμερα έχει τελειώσει.
Και επειδή είναι λογικά αδύνατο να απομυζούμε απεριόριστα έναν πλανήτη που έχει όρια, εκτός αν τον καταστρέψουμε εξαφανίζοντας κάθε ίχνος ζωής πάνω του, οφείλουμε να επαναδιαπραγματευτούμε τις βεβαιότητές μας. Θα μας κατηγορήσει κάποιος: προτάσσοντας την εθελούσια απλότητα γίνεστε το δεκανίκι της κυβέρνησης και του νεοφιλελευθερισμού που επιβάλλει διαρκώς μέτρα λιτότητας ξεζουμίζοντας τους πιο φτωχούς. Βρισκόμαστε ήδη στον 21ο αιώνα και ο παλαιοκομμουνιστικός λόγος είναι ταυτοχρόνως πασέ και ανεδαφικός. Ο καπιταλισμός εδώ και 60 τουλάχιστον χρόνια βασίζεται στην αυξανόμενη ιδιωτική κατανάλωση της πρώην εργατικής τάξης που έχει αναβαθμιστεί σε μεσαία τάξη με μικροαστική κουλτούρα. Αυτοί, λοιπόν, που στηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα είναι αυτοί που καταναλώνουν διαρκώς, αυτοί που καταναλώνουν πολύ παραπάνω απ’ όσο παράγουν συμμετέχοντας ανερυθρίαστα στη διεθνή και εγχώρια οικονομική φούσκα. Στην ελληνική περίπτωση η οικονομία-φούσκα περιλαμβάνει ταυτοχρόνως κράτος, ιδιώτες και νοικοκυριά που απολαμβάνουν εδώ και χρόνια το αμερικανικό τους όνειρο παίρνοντας δάνεια που δε μπορούν να ξεπληρώσουν, φορτώνοντας πιστωτικές, κλέβοντας απ’ όπου μπορούν, κατασκευάζοντας του δικούς τους μύθους μέθεξης στη γκλαμουριά του λάιφ στάιλ, της Γιουροβίσιον, του Γιούρο, στον αθλητισμό της ντόπας και της εθνικής υπερηφάνειας κ.λπ. Επιπλέον, όπως και για όλο το δυτικό κόσμο, έτσι και για τον περί ου ο λόγος φτωχό συγγενή, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η υλική ευμάρεια των τελευταίων δεκαετιών οφείλεται στην εκμετάλλευση ανθρώπινων και φυσικών πόρων. Το φτιαγμένο στην Κίνα ρούχο που αγοράζουμε και συσσωρεύουμε στις ασφυκτιούσες ντουλάπες μας είναι οικονομικά προσιτό για μας επειδή ένας κινέζος εργάτης εξαθλιώνεται. Ο ταχείας κυκλοφορίας αυτοκινητόδρομός μας και το ολυμπιακό μας έργο χτίστηκε χάρη στον μετανάστη που δούλεψε με χαμηλό ημερομίσθιο, συχνά χωρίς δικαιώματα, σε καθεστώς εργοδοτικής τρομοκρατίας. Όσοι, λοιπόν, υποστηρίζουν φωνασκώντας τη μεσαία τάξη στις αγανακτισμένες πλατείες έχουν ταξικά συμφέροντα: θέλουν να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τους φτωχότερους για να ζουν το καταναλωτικό τους παραμύθι. Κι όλα αυτά γιατί καμία πλατεία δεν αγανάκτησε για την εξαθλίωση των μεταναστών στο κέντρο της πόλης, καμία πλατεία δεν αγανάκτησε για την πραγματική πείνα και εξαθλίωση όσων συντηρούν με την εργασία τους την καταναλωτική μας μανία, καμία πλατεία δεν αναρωτήθηκε για τη ζωή κάποιας Κούνεβα που καθαρίζει τους συρμούς του μετρό μας. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, λοιπόν. Μια κοινωνικά δίκαιη πολιτική πρέπει να φορολογεί τη μεσαία τάξη, πρέπει να φορολογεί και την ανώτερη για να προστατεύει μέσω των υποδομών του κοινωνικού κράτους τους ασθενέστερους. Η μεσαία τάξη δε δικαιούται να φωνασκεί για τη φορολόγησή της ούτε να παριστάνει την εξαθλιωμένη αξιώνοντας να πληρώσουν κάποιοι άλλοι αντί αυτής. Κατά τ’ άλλα, τα καταναλωτικά δάνεια, τα ταξιδάκια σε εξωτικούς προορισμούς και ο καταναλωτικός μεγαλοϊδεατισμός μάς τελείωσαν. Δε θα αλλάζουμε το κινητό μας τηλέφωνο κάθε τρεις μήνες, δε θα αγοράσουμε άλλες πλάσμα τηλεοράσεις, δε θα πάρουμε άλλες μπεμβέ, δε θα πληρώνουμε εκατοντάδες ευρώ στα μπουζούκια. Όσο συντομότερα το συνειδητοποιήσουμε, τόσο το καλύτερο. Θα συμβεί εκ των πραγμάτων αυτό που θα θέλαμε να είχε συμβεί από επιλογή: να ζούμε καλύτερα με λιγότερα. Θα ζούμε πράγματι καλύτερα; Θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε καλύτερα, θα πρέπει έστω κατόπιν εορτής, να αναλογιστούμε ότι υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από την κατανάλωση, να ξαναβρούμε αυτά που χάσαμε μέσα στο καταναλωτικό πανηγύρι που παρήγαγε μονάχα εγωπαθή κυνισμό και ατομικιστικές εμμονές. Να ανακαλύψουμε ξανά την αξία της αλληλεγγύης, των ανθρώπινων σχέσεων, της φιλίας, της αγάπης, της ανιδιοτελούς προσφοράς.2) Ελάχιστο εγγυημένο άνευ όρων εισόδημα για όλους. Το πραγματικό πρόβλημα σε μια κοινωνία αλληλεγγύης δεν είναι η δυνατότητα των μεσαίων στρωμάτων να καταναλώνουν, αλλά η εξάλειψη της πραγματικής φτώχειας των πιο αδύναμων. Για το λόγο αυτό η θεσμοθέτηση πλαφόν ανώτατου μισθού (ας πούμε 2000 ευρώ) για τους υπαλλήλους και τους λειτουργούς του δημοσίου για παράδειγμα -όπως και μια σειρά άλλων μέτρων που θα φορολογούν άμεσα και αναλογικά με βάση το εισόδημα- θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει μια κοινωνική δαπάνη που θα εξασφάλιζε μια αξιοπρεπή διαβίωση για τους ασθενέστερους. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το οποίο στην περίπτωσή μας και μέσα στη λογική της εθελούσιας απλότητας θα έφτανε στο ύψος των, ας πούμε, 400-500 ευρώ προσαυξανόμενο πιθανόν από ένα επίδομα κατοικίας, ας πούμε 150 ευρώ, θα μπορούσε σε συνδυασμό με τις υποδομές ενός κοινωνικού κράτους (δωρεάν παροχές υγείας, εκπαίδευσης κ.λπ.) να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή για όλους. Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, μάλιστα, προτείνει τη θεσμοθέτηση ενός ελάχιστου κοινωνικού εισοδήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτι που προϋποθέτει, φυσικά, περαιτέρω βήματα προς την πολιτική ένωση της Ευρώπης.
3) Μείωση των ωρών εργασίας. Η εργασία ως υποχρεωτική ενασχόληση που μας παρέχει τη δυνατότητα να καταναλώνουμε απεριόριστα πρέπει να αποδομηθεί προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μια κοινωνίας του ελεύθερου χρόνου. Η μείωση των ωρών εργασίας θα μας εξασφαλίσει ελεύθερο χρόνο για να ασχοληθούμε με την προσωπική μας ζωή, με τα παιδιά μας, με την πολιτική, με κάθε προσφιλή απασχόληση που μας ξεκουράζει, μας κάνει να αισθανόμαστε δημιουργικοί και μας ισορροπεί. Για ποιό λόγο, άλλωστε, να δουλεύουμε τόσες ώρες και να αναθέτουμε επί πληρωμή στους «ειδικούς» ενασχολήσεις που μας αναλογούν; Θα μπορούσαμε να διαβάζουμε οι ίδιοι τα παιδιά μας και όχι τα φροντιστήρια, θα μπορούσαμε να μαγειρεύουμε οι ίδιοι το φαγητό μας και όχι να το παραγγέλνουμε, θα μπορούσαμε να καθαρίζουμε οι ίδιοι το σπίτι και την πολυκατοικία μας, θα μπορούσαμε να φροντίζουμε οι ίδιοι τον κήπο μας, να μαστορεύουμε, ακόμα και να παράγουμε στο σπίτι με οικολογικό και οικονομικό τρόπο σχεδόν τα πάντα: γλυκά, σαπούνια, απορρυπαντικά, ρούχα, όπως έκαναν περίπου οι γιαγιάδες μας. Αντ’ αυτών εξοντωνόμαστε καθημερινά σε μια μονοδιάστατη, πολύωρη και βαρετή εργασία που μας δίνει λεφτά για να πληρώνουμε κάποιους να κάνουν αυτά που δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε. Επιπλέον, η μείωση του χρόνου εργασίας, με τη συνακόλουθη αναλογική μείωση του μισθού, συνιστά μια απαραίτητη σε καιρούς ανεργίας αναδιανομή των ωρών εργασίας. Γιατί να έχεις έναν εργαζόμενο που δουλεύει 10 ώρες τη μέρα και παίρνει 2000 ευρώ και έναν άνεργο που παίρνει 400 ευρώ επιβαρύνοντας τον ήδη επιβαρημένο κρατικό προϋπολογισμό και να μην έχεις δύο εργαζομένους που δουλεύουν 5 ώρες και παίρνουν από 1000 ευρώ; Είναι δε στατιστικά αποδεδειγμένο ότι η μείωση του χρόνου εργασίας αυξάνει την παραγωγικότητα καθώς ένας ξεκούραστος εργαζόμενος αποδίδει περισσότερο και η μονοτονία της εργασίας του περιορίζεται ευεργετικά αυξάνοντας επίσης την απόδοσή του.
Διαβάστε:
Αντρέ Γκορζ, Η αθλιότητα του σήμερα και οι προοπτικές του αύριο, μτφρ. Α. Βερυκοκάκη, εκδ. Λιβάνη
Αντρέ Γκορζ, Οι δρόμοι του παραδείσου, μτφρ. Χρ. Σταματοπούλου, Εναλλακτικές Εκδόσεις
Αντρέ Γκορζ, Καπιταλισμός, σοσιαλισμός, οικολογία, μτφρ. Στ. Μπάλιας, Εναλλακτικές Εκδόσεις
Μισέλ Μποσκέ (Αντρέ Γκορζ), Οικολογία και πολιτική, μτφρ. Α. Ξανθάκη, εκδ. Λιβάνη
Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, Τι να κάνουμε;, μτφρ. Μ. Γκουρτσογιάννη, εκδ. Κέδρος
Σερζ Λατούς, Το στοίχημα της αποανάπτυξης, μτφρ. Χρ. Σαρίκα, εκδ. Βάνιας
Εντγκάρ Μορέν, Αφήνοντας τον 21ο αιώνα, μτφρ. Α. Φιλιππάτου, εκδ. Ροές
Edgar Morin, La voie, ed. Fayard
Πιέρ Σάμουελ, Οικολογικό μανιφέστο, μτφρ Δ. Βεργίδη, εκδ. Ανδρομέδα (εδώ)
Τέος Ρόμβος, Ο δεκάλογος του λιτοδίαιτου, protagon.gr (εδώ)
Γιώργος Καλλής, Μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα χωρίς να χρειάζεται να παράγουμε ή να καταναλώνουμε όλο και περισσότερο; (εδώ)
περιοδικό Μάγμα, τ. 4, Ιούνιος 2009
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου