Περιδιαβαίνοντας κανείς σήμερα τα ειδυλλιακά και γαλήνια τοπία της Ουαλίας δύσκολα μπορεί να φανταστεί ότι αυτά τα ίδια μέρη κατά τα μέσα του 19ου αιώνα απετέλεσαν το επίκεντρο πολιτικής ανυπακοής και φλογερών εξεγέρσεων. Άνδρες ντυμένοι με γυναικεία ρούχα και με τα πρόσωπα μουτζουρωμένα με κάρβουνο εξορμούσαν τις νύχτες σε κάτι ανάλογο με τους σημερινούς σταθμούς διοδίων για να τους καταστρέψουν απελευθερώνοντας έτσι τους δρόμους. Η εξέγερση της Ρεβέκκας όπως έμεινε γνωστή στην ιστορία ήταν ένα κίνημα απλών ανθρώπων ενάντια στους άδικους, παράλογους και τιμωρητικούς φόρους των δρόμων, αντίστοιχους με τα σημερινά διόδια, τους οποίους επέβαλαν απόντες γαιοκτήμονες και μια απομακρυσμένη εξουσία.
Η ιστορία είναι γεμάτη από ανάλογες εξεγέρσεις, που πάνε τόσο μακριά όσο υπάρχουνε γραπτές μαρτυρίες. Η πράξη της φορολόγησης των εισοδημάτων καθενός είτε από το κράτος, είτε από τοπικούς άρχοντες και γαιοκτήμονες, έτσι κι αλλιώς δεν προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα. Ουδέποτε η καταβολή των φόρων αφηνόταν στην προαίρεση και την καλή καρδιά των φορολογουμένων, αλλά πάντοτε υπήρχε ένα ασφυκτικό πλαίσιο νόμων και ποινών για την ιδιαίτερη «περιποίηση» όσων αμελούσαν ή αρνούνταν. Αυτό στα οργανωμένα κράτη και σε περιόδους ακμής. Γιατί στις πλείστες των περιπτώσεων η θέσπιση των φόρων διακρινόταν από αυθαιρεσία, στα όρια συχνά της ληστείας, και η συλλογή τους από ιδιαίτερη σκληρότητα. Η αποδοχή λοιπόν εκ μέρους των φορολογουμένων της φορολόγησης των εισοδημάτων τους γίνεται αποδεκτή μόνο όταν ικανοποιεί το αίσθημα δικαιοσύνης, όταν αφορά ολόκληρη την κοινωνία και δρα ανταποδοτικά. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις γεννιέται και η περίφημη φορολογική συνείδηση. Η έλλειψή της επομένως δεν οφείλεται σε κάποιο γονιδιακό ή φυλετικό ελάττωμα αλλά στην μη εκπλήρωση κάποιων ή του συνόλου των προαναφερθέντων όρων.
Στην Ελλάδα, τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν όταν τα πάγια χούγια της φοροδιαφυγής ή νόμιμης φοροαπαλλαγής των ελίτ άρχισαν να διαχέονται και προς τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, εν είδη του δημοκρατικού δικαιώματος του εξισωτισμού των προνομίων, και εις αναλογίαν με τον μηχανισμό του trickling down του πλούτου, γεγονός το οποίο, παρά τις δογματικές διακηρύξεις, ποτέ του δεν πραγματοποιήθηκε. Έτσι ο «εκδημοκρατισμός» της φοροδιαφυγής κατάφερνε για χρόνια να εξισορροπεί, χωρίς σημαντικές διαταράξεις, τη συνύπαρξη των κατώτερων με τα ανώτερα στρώματα, μιας και τα πρώτα μπορούσαν έτσι να αντεπεξέρχονται στο αυξανόμενο κόστος ζωής, τα δεύτερα να συνεχίζουν ανενόχλητα να συσσωρεύουν και να διαπλέκονται, ενώ στη μέση, το κράτος μπορούσε να διατηρεί στο όριο τους μισθούς και τις κοινωνικές δαπάνες στο ελάχιστο. Άλλωστε μέσω του κάποιου μεγαλύτερου εισοδήματος που εξασφαλιζόταν λόγω φοροδιαφυγής, οι φορολογούμενοι πολίτες μπορούσαν να αναπληρώνουν το έλλειμμα δημοσίων παροχών στην παιδεία και υγεία για παράδειγμα, με την καταφυγή σε ιδιώτες παρόχους, που και αυτοί παρέμεναν χορτασμένοι και ευχαριστημένοι από μια απρόσμενα αυξανόμενη πελατεία. Η ιδιότυπη αυτή ισορροπία απεδείχθη τελικά ασταθής. Η νέα εξαγγελθείσα φοροεπιδρομή επί δικαίων και αδίκων έρχεται τώρα εντελώς βεβιασμένα να σπρώξει τα πράγματα στο παλαιό σημείο ισορροπίας, προσπαθώντας αφ’ ενός μεν να πάρει πίσω αναδρομικά, κυρίως από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα όσα δεν φρόντισε να πάρει όλες τις προηγούμενες δεκαετίες από αυτούς που τα όφειλαν, αφ΄ ετέρου δε να θέσει ένα τέλος στην ιδιότυπη αυτή «δημοκρατία» της φοροδιαφυγής, και να αποκαταστήσει τις ελίτ στο προνομιακό και μονοπωλιακό status που ανέκαθεν κατείχαν.
Όπως συμβαίνει όμως πάντα, μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, δηλαδή τα συνήθη υποζύγια των μισθωτών και συνταξιούχων. Το τελευταίο κύμα φοροεπιδρομής, και ειδικά η ανάσυρση από τα σκοτεινά βάθη της ιστορίας του απεχθούς κεφαλικού φόρου, (κοινώς χαράτσι), είναι βέβαιο ότι δεν θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Διότι αφ’ ενός η φοροδοτική ικανότητα έχει πια εξαντληθεί, αφ΄ ετέρου ο εν λόγω φόρος είναι τόσο άδικος που δεν αποκλείεται ναοδηγήσει σε εκτεταμένες και απρόβλεπτες διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις.
Και δεν θα είναι η πρώτη φορά. Ξεφυλλίζοντας την παγκόσμια ιστορία των εξεγέρσεων, στάσεων και επαναστάσεων λόγω άδικων φόρων, από την αρχαιότητα ως τα σήμερα, κατέγραψα 500 περιπτώσεις, και φαντάζομαι ότι δεν θα είναι οι μοναδικές, παρά μόνον οι κυριότερες.
Μια πρόσφατη περίπτωση εκτεταμένης εξέγερσης έρχεται από το Ηνωμένο Βασίλειο, όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε τη φαεινή ιδέα να αντικαταστήσει το 1987, μετά την επανεκλογή της, τον φόρο ακίνητης περιουσίας με ένα οριζόντιο και ανεξαρτήτως εισοδήματος, κεφαλικό φόρο και μάλιστα σε μια περίοδο μεγάλης εισοδηματικής ανισότητας. Η επιβολή του συνάντησε μαζική δυσαρέσκεια η οποία συσπείρωσε εκατομμύρια κόσμου. Δημιουργήθηκαν τοπικές επιτροπές και πλήθος οργανώσεων ενάντια στις κατασχέσεις, καθώς και μια παν-βρετανική ομοσπονδία κατά του κεφαλικού φόρου με εκπροσώπους απ’ ολόκληρη τη χώρα. Οι διαδηλώσεις ξαπλώνονταν από πόλη σε πόλη με μαζική συμμετοχή αλλά και μαζική άρνηση καταβολής του: το 1/10 του πληθυσμού συνολικά και το 1/3 των Σκωτσέζων, ενώ στις μεγάλες πόλεις το ποσοστό αυτό ανέβαινε στο 40%-50%. Η αποφασιστική στιγμή ήρθε το Μάρτη του 1990 με μια μεγαλειώδη συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων αποφασισμένων διαδηλωτών στο Λονδίνο. Μέχρι το Νοέμβρη του 1991 η Θάτσερ είχε παραιτηθεί, αποδίδοντας την αιτία της παραίτησής της και στην αποτυχία επιβολής του κεφαλικού φόρου.
Κινήματα ενάντια στη φορολογία κυρίως της ακίνητης περιουσίας και ενάντια στις κατασχέσεις ξεπήδησαν και στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης. Η κατά 35% πτώση των εισοδημάτων και η μεγάλη ανεργία συνέτειναν ώστε οι φόροι, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν διπλασιαστεί, να μην είναι δυνατόν να καταβληθούν. Σε κάποιες περιοχές η αδυναμία καταβολής αγκάλιαζε έως και το 50% των οφειλετών. Οι φορολογούμενοι σχημάτισαν τοπικές ενώσεις, περίπου 3000 τον αριθμό, με αίτημα τις περικοπές στις κυβερνητικές δαπάνες, ακόμα στην υγεία με το επιχείρημα της διαφθοράς και της κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος.
Παρόμοια κινήματα άρνησης καταβολής φόρου ξαναζωντάνεψαν στις ΗΠΑ και το 1969, στο απόγειο των αντιπολεμικών διαδηλώσεων κατά του πολέμου του Βιετνάμ ως ένδειξη έμπρακτης αντίθεσης στη συνέχιση της χρηματοδότησης του πολέμου. Στα κινήματα αυτά συμμετείχε και η Τζόαν Μπαέζ. Στη διάρκεια δε μιας διαδήλωσης, εις ανάμνηση του αρχικού κινήματος του τσαγιού έπνιξαν στο λιμάνι της Βοστόνης τις φορολογικές δηλώσεις τη μέρα λήξης της προθεσμίας υποβολής τους.
Σήμερα δε, υπάρχει ολόκληρο δίκτυο υποστήριξης και προπαγάνδας ενάντια στην καταβολή του ομοσπονδιακού φόρου, το μισό του οποίου υπολογίζεται ότι συντηρεί την πολεμική μηχανή των ΗΠΑ και τους ανήθικους και κοστοβόρους πολέμους στο Ιράκ, Αφγανιστάν, Πακιστάν και τελευταία στη Λιβύη, τη στιγμή που ο αριθμός των ανέργων ανέρχεται σε εκατομμύρια και οι κοινωνικές δαπάνες εξαερώνονται.
Απ’ ότι φαίνεται λοιπόν, ούτε ο Θορώ, ούτε και ο Γκάντι με το κίνημα ενάντια στο φόρο του αλατιού, είναι οι μοναδικοί στη μακροχρόνια ιστορία της πάλης του ανυπεράσπιστου ανθρώπου απέναντι στις ληστρικές τάσεις της εξουσίας. Αντίθετα, συσπειρώνονται, οργανώνονται και αντεπιτίθενται. Άλλοτε νικούν, άλλοτε όχι. Όμως συνεχίζουν. Από τα βιβλικά χρόνια μέχρι αυτή τη στιγμή...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου