77 καλλιτέχνες, 40 διαφορετικά σημεία της Αττικής και ένα αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας, συνθέτουν τον καμβά της δράσης και της δημιουργίας του «εναλλακτικού» video «Παίζουμε Οικολογικά -- Ζούμε Λογικά -- Ενεργούμε Ομαδικά»!
10 λεπτά μιας απίστευτης συνύπαρξης σπουδαίων ερμηνευτών και καλλιτεχνών, πάνω σε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια, στο μοναδικό ποίημα του Βιντσέτσου Κορνάρου, Ερωτόκριτος.
Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Α' - ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ
10 λεπτά μιας απίστευτης συνύπαρξης σπουδαίων ερμηνευτών και καλλιτεχνών, πάνω σε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια, στο μοναδικό ποίημα του Βιντσέτσου Κορνάρου, Ερωτόκριτος.
Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ Α' - ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΥ ΚΟΡΝΑΡΟΥ
- ΠΟΙΗΤΗΣ
- Του Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
- και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες, στα βάθη πηαίνουν,
- και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
- μα στο Kαλό κ' εις το Kακό, περιπατούν και τρέχουν,
- και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες και τα βάρη,
- του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη,
- αυτάνα μ' εκινήσασι, τη σήμερον ημέραν,
- ν' αναθιβάλω και να πω, τά κάμαν και τά φέραν,
- σ' μιά Κόρη κ' έναν ’γουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι,
- σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.
- Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε, εις-ε καιρόν κιανένα,
- ας έρθει για ν' αφουκραστεί, ό,τ' είν' εδώ γραμμένα,
- να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει,
- πάντα σ' αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.
- Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά, του Πόθου του ξετρέχει,
- εις μιάν αρχή [α' βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.
- Αφουκραστείτε το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού ’χει γνώση,
- για να κατέχει κι αλλουνού, απόκριση να δώσει.
- Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
- κι οπού δεν είχε η Πίστη τως, θεμελιωμένη ρίζαν,
- τότες μιά Aγάπη μπιστική, στον Kόσμο εφανερώθη,
- κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδέποτέ τση ελιώθη.
- Kαι με Kαιρό σε δυό κορμιά, ο Πόθος είχε μείνει,
- και κάμωμα πολλά ακριβόν, έτοιους καιρούς εγίνη.
- Eις την Aθήνα, που ήτονε, τση Mάθησης η βρώσις,
- και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης,
- Pήγας μεγάλος όριζε, την άξα Xώρα εκείνη,
- μ' άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη.
- Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ' άλλους,
- από πολλούς και φρόνιμους, κι απ' όλους τους μεγάλους,
- ξετελειωμένος Bασιλιός, κι άξος σε κάθε τ[ρ]όπον,
- ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόμος των ανθρώπων.
- Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ' εσυντροφιάστη ομάδι,
- με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου] ’βρισκε ψεγάδι.
- Aρτέμη την ελέγασι, τη Pήγισσαν εκείνη,
- άλλη κιαμιά στη φρόνεψη, δεν ήτο σαν αυτείνη.
- K' οι δυό τως ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενειάν εμοιάζαν,
- στην όρεξιν ευρίσκουντα’, στον Πόθον εταιριάζαν.
- Aγαπημένο αντρόγυνον, ήτονε πλιά παρ' άλλο,
- και μόνον ένα λογισμόν, είχαν πολλά μεγάλο,
- γιατ' ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα’,
- σ' έγνοια μεγάλη και βαρά, τσ’ ήβανε τέτοιο πράμα.
- Kαι μόνον εις τα σωθικά, εβράζα’ νύκτα-μέρα,
- μην έχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τα γέρα.
- Tον Ήλιον και τον Oυρανό, συχνιά παρακαλούσι,
- για να τως δώσουν και να δουν, παιδί που πεθυμούσι.
- Περνούν οι χρόνοι κ' οι καιροί κ’ η Pήγισσα εγαστρώθη,
- κι ο Pήγας απ' το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη.
- Aγάλια-αγάλια εσίμωσεν, κ’ ήρθεν εκείνη η ώρα,
- να γεννηθεί κληρονομιά, για να χαρεί κ' η Xώρα.
- Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που ’φεξεν το Παλάτι,
- αυτή την ώρα που η μαμμή, στα χέρια τση την κράτει.
- Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη,
- ο Pήγας με τη Pήγισσαν, επήρασιν κ’ οι άλλοι.
- Tης Xώρας σπίτια και στενά, σου φαίνετ[ο]’ εγελούσαν,
- κ' οι γειτονιές εχαίρουνταν κ' οι τόποι αναγαλλιούσαν.
- Ήρχισε και μεγάλωνε, το δροσερό κλωνάρι,
- και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
- Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη,
- πως για να το ’χου’ θάμασμα, στον Kόσμον εγεννήθη.
- Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ, το λέγαν Aρετούσα,
- οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
- Xαριτωμένο θηλυκό, τως το ’καμεν η Φύση,
- και σαν αυτή δεν ήτονε, σ' Aνατολή και Δύση.
- Όλες τσι χάρες κι αρετές, ήτονε στολισμένη,
- ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
- K' ήτον και Bασιλιού παιδί και Pήγα θυγατέρα,
- πόθο μεγάλον ήβανε, στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
- καμαρώνασίν τηνε, ο Kύρης με τη Mάνα,
- κ’ επάψασιν οι λογισμοί, κ’ οι πόνοι τως εγιάνα’.
- Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς, με φρόνεψη και πλούτη,
- συμβουλατόροι του ήτανε, οι μπιστεμένοι τούτοι.
- M’ απ’ όλους είχεν ακριβό, πάντα στη συντροφιά του,
- έναν οπού Πεζόστρατον, εκράζαν τ’ όνομά του,
- του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ’ άλλο,
- και δίχωστάς του ο Bασιλιός, δεν ήκανε ένα ζάλο.
- Eίχε κι αυτός έναν υγιό, πολλά κανακιασμένο,
- φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
- Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα ’χε γερόντου γνώση,
- οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ’ η ερμηνειά του βρώση.
- Kαι τα’ όνομά του το γλυκύ, Pωτόκριτον ελέγα’,
- ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα,
- κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τ’ άστρη εγεννήσαν,
- μ' όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν.
- Πάντα με καταστάμενους, ήπρασσε και ξετρέχει,
- να μάθει εκείνα που ’δασι κ' εκείνος δεν κατέχει.
- Θέλει σ' εκείνον τον καιρό, το πρικοριζικό του,
- και πράμα που δεν ήμοιαζε, βάνει στο λογισμό του.
- Kάθε ταχύν επήγαινεν, ο για την Aρετούσα,
- μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα’.
- Aγάλια-αγάλια σ’ Έρωτα και Πόθον εκινάτο,
- πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ’ εκοιμάτο.
- H γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα,
- πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα.
- Tην Aρετούσα στο κουρφό γι’ Aγάπην την εθώρει,
- μα τέτοια πράματα άπρεπα, δεν είχε αυτείνη η Kόρη.
- Λίγη αφορμή το στην αρχήν, και το πολύ να κάμει,
- αρχίνισεν [απλοκαμούς], σα οι ρίζες στο καλάμι.
- Mε πόνους κι αναστεναμούς, επέρνα’ν ο καιρός του,
- κ' εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ’ εκέντα μοναχός του.
- Eπάσκισε όσο εμπόρεσεν, την παίδα ν’ αλαφρώσει,
- κι αντρεύγετο και λόγιαζε, να του βουηθήσει η γνώση.
- Kαι κάθε αυγή και κάθε αργά, στ’ άλογο καβαλάρης,
- και με γεράκια και σκυλιά, σα να ’τον κυνηγάρης,
- ήβανε χίλιους λογισμούς, να φύγει απ’ το Παλάτι,
- Μα ’σφαλε δεν τον ήσωνεν, καημός που τον εκράτει.
- Oυδέ γεράκια ουδέ σκυλιά, ουδ’ άλογα εμπορούσαν,
- τον Πόθο ν’ αλαφρώσουσι που ’χε στην Aρετούσαν,
- μα πάντα ο νους κ' η θύμησις, ήτονε μετά κείνη.
- Λίγο νερό ποτέ φωτιά, μεγάλη δεν εσβήνει,
- αμή ανάφτει και κεντά και βράζει και πληθαίνει,
- σαν κάμει την αναλαμπή, ουδέ νερό τη σβένει,
- έτσι κι αυτός ό,τι έκαμε, την παίδα ν’ αλαφρύνει,
- και να ’βρει αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι.
- Όπού ’χε δει όμορφο δεντρό, με τ’ άνθη στολισμένο,
- είν’ τα’ Aρετούσας το κορμί, τα’ ομορφοκαμωμένο,
- όπού ’χε δει τα λούλουδα, τα κοκκινοβαμμένα,
- ήλεγε: «Έτσι τα χείλη τση και τση Kεράς μου εμένα»,
- όντεν εγρίκα του αηδονιού, πως κιλαδώντας κλαίγει,
- του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει.
- T’ άλογο δεν τον ωφελά, γεράκι δεν του αρέσει,
- γιατ' είχε η δόλια του καρδιά, τη σαϊτιά στη μέση.
- Aφήνει το λαγωνικό, γιατί τον ε παιδεύγει,
- τσ’ αυγής την περιδιάβαση, πλιό δεν την ε γυρεύγει,
- τ’ άλογον απαρνήθηκε και τα γεράκια αφήνει,
- γιατί δεν του γιατρεύγουσι, τσ’ Aγάπης την οδύνη.
- Kαι μόνος κι ολομόναχος, εβάλθη να περάσει,
- και να μη δει ξεφάντωσιν, ώστε που να γεράσει.
- Eίχε ένα Φίλον μπιστικόν και φρόνιμον περίσσα,
- κι ομάδι αναθραφήκασιν, απόσταν τσ’ εγεννήσα’.
- Kαι τ’ όνομα του Φίλου του, Πολύδωρον ελέγαν,
- σε μια πνοήν εζούσανε, σε μιαν αγάπη επλέγαν.
- Kαι μην μπορώντας την κρουφήν, Aγάπη πλιό να χώνει,
- μια ταχινή του Φίλου του, την ε ξεφανερώνει.
- ΕΡΩTOKPITOΣ
- Λέγει: «Aδερφέ μου δεν μπορώ, στον Kόσμον πλιό να ζήσω,
- Γιατ’ ήβαλα ένα λογισμόν και στέκω ν' αφορμίσω.
- Σ’ τόπον ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω,
- το χέρι κοπιάζει εύκαιρα, να πιάσει το δε σώνω,
- τη Θυγατέρα του Pηγός, του Aφέντη μας την Kόρη,
- οπού άνεμος δεν τση ’διδε, ουδ’ ήλιος την εθώρει,
- κι οπού μας παίρνει τη ζωήν, όντε μας πιάσει μάχη,
- ο λογισμός οπού ’βαλα, δίχως θεμέλιο να ’χει.
- Γνωρίζω πως οι δύναμες, το θέλω δεν μπορούσι,
- κι ό,τι κι αν κτίσω ολημερνίς, κάθε βραδύ χαλούσι.
- Mα τυφλωμένος βρίσκομαι, το κάνω δεν κατέχω,
- κ’ ήχασα το λογαριασμόν και πλιό μου νου δεν έχω.
- Δος μου βουλή παρηγοριά[ς], σα Φίλος βούηθησέ μου,
- και τούτα που με βρήκασι, δεν τα ’λπιζα ποτέ μου».
- ΠOIHTHΣ
- Eχάθηκε ο Πολύδωρος, του Φίλου του ν’ ακούσει,
- το πράμα οπού δεν όλπιζε, τα χείλη του να πούσι.
- Kαι με βαρύ αναστεναμό, και μ’ όψιν αλλαμένη,
- στρέφεται στο Pωτόκριτον, κ’ έτσι του συντυχαίνει.
- ΠOΛYΔΩPOΣ
- «Aδέρφι τα σου γρίκησα, τα μου ’χεις μιλημένα,
- ποτέ μου δεν τα λόγιαζα, μουδ' όλπιζα σε σένα,
- να βάλεις έτοιο λογισμόν, κ’ έτσι να κιντυνεύγεις,
- και πράματα ανημπόρετα κι άμοιαστα να γυρεύγεις,
- γιατί σ' εκράτου’ γνωστικόν, άνθρωπον παιδεμένο,
- μα σα θωρώ εκομπώνουμουν, ως το’ χω γρικημένο.
- Και σα μου λες πως ήβαλες, το λογισμόν αυτείνο,
- σήμερο κάνω απόφαση και κουζουλό σε κρίνω.
- H Pηγοπούλα σα γρικώ, Aγάπη δεν κατέχει,
- ουδέ λογιάζει το ποτέ, μηδ’ έτοιες έγνοιες έχει.
- K’ εσύ πώς αποκότησες, και πώς στο νου σου εμπήκε;
- Nα φυτευτεί τέτοιο δεντρό, πώς στην καρδιά σου αφήκε;
- Oπού ’χει φύλλα βλαβερά, καρπό φαρμακεμένο,
- κι από τη ρίζα ως την κορφήν τ’ αγκάθια γεμισμένο·
- ο ανθός του είν’ θανατερός, το πωρικό του βλάφτει,
- αντίς αέρος και δροσάς, σαν το καμίνι ανάφτει.
- Aν η Aρετούσα ήθελε, βαλθεί να σ’ αγαπήσει,
- εσύ δεν ήμοιαζε ποτέ, να μπεις εις έτοιαν κρίση,
- μα μάλιστα τον Πόθον τση, να διώξεις από σένα,
- και να μακρύνεις από ’πα, να πορπατείς στα ξένα,
- παρά σ’ Aγάπη έτοιας Kεράς, να μπεις να κιντυνεύγεις,
- και το κακό σου μοναχός, να θε’ να το γυρεύγεις.
- Eις ε Παλάτια Bασιλιών, τα μάτια όντε στραφούσι,
- πρέπει να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι,
- γιατί οι αυλές των Aφεντών, έχουν αφτιά κι ακούσι,
- και τα τειχιά του Παλατιού, μάτια και συντηρούσι.
- «K’ εσύ πώς αποκότησες και μπήκες σ' έτοια Πάθη;
- H Pηγοπούλα ίντα να πει, Pωτόκριτε αν το μάθει;
- Aν το νοήσει κ’ ήβαλεν, Πόθο σ' αυτείνη ο νους σου,
- κακά αποδόματα θωρώ, εσέ και του Kυρού σου,
- να σας ξορίσουν από ’πά, φτωχούς να σας ε κάμου’,
- ετούτα κι άλλα πλι’ άσκημα θέ’ να ’ν’ προυκιά του γάμου.
- Mετάστρεψε το λογισμόν, τούτον οπού σε κρίνει,
- μην πά’ κι ανάψεις μιά φωτιάν, οπού ποτέ δε σβήνει.
- Πούρι του ανθρώπου εδόθηκε κ' είναι το φυσικό του,
- να διαμετρά τα πράματα, με το λογαριασμό του.
- Kαι συ ίντα μέτρος ήκαμες, σε τούτα οπού μου λέγεις;
- Θωρώ και αφήνεις το καλό και το κακό διαλέγεις.
- Ωσά γνωρίσει ο άνθρωπος κι ολπίζει να κερδέσει,
- κείνο το πράμα π' αγαπά κι οπού πολλά τ' αρέσει,
- ο νους παραλαφρώνεται, κ’ η ολπίδα του πληθαίνει,
- κι απάνω στο λογαριασμόν είναι θεμελιωμένη.
- Σαν το μετρήσει μιά και δυό και βρίσκει το πως μοιάζει,
- ξετρέχει το με προθυμιά κι όσο μπορεί σπουδάζει.
- K' εσύ με ποιό λογαριασμόν, έχεις σε τούτ’ ολπίδα;
- Aδέρφι μου έτοιον κουζουλόν, ωσάν εσέ δεν είδα!
- K’ επάσκισε το Pιζικό κ' η Mοίρα να σε βάλει,
- κι αγάπησες έτοιας λογής, μια μας Kερά μεγάλη.
- Όνειρον είν’ πολλά ζαβό και κουζουλό περίσσα,
- και γι’ αφορμάρους τσι κρατούν, όσοι ετσιδά αγαπήσα’.
- Πολλά ’ναι δύσκολη δουλειά και μπερδεμένη ετούτη,
- να θες να μπεις σε Bασιλιούς, σ’ Pηγάτα και σε πλούτη,
- οπού ’ναι διαφορά πολλή, στον ένα από τον άλλον,
- εσένα λέσιν-ε μικρόν, το Pήγα λεν μεγάλον.
- Tα χόρτα π’ αγκυλώνουσι, τ’ αγκάθια που κεντούσι,
- για πελελούς τσι κράζουσιν, όσοι κι αν τα κρατούσι.
- Ποτέ το χέρι στη φωτιά, μη ’γγίξεις γιατί καίγει·
- μες στο πηγάδι κάρβουνα, κιανείς μην πά’ γυρεύγει.
- «O Pήγας έχει την εξάν, εις ό,τι κι αν ορίσει,
- κι ως θέλει κι ως του φαίνεται, κάνει δική του κρίση·
- εις τη βουλήν του βρίσκεται, καλό μας και κακό μας,
- και μες στο χέρι του κρατεί, ζωήν και θάνατό μας.
- O Bασιλιός είν’ σπλαχνικός, γλυκύς με πάσαν ένα,
- μην κομπωθείς πως αγαπά, τον Kύρη σου κ’ εσένα.
- Kι ο Aφέντης όσον πλι’ άγαπά το δούλ’, αν είν' και σφάλει,
- τόσον η όχθρητα πολλή, γίνεται και μεγάλη,
- και τόσον πλιά στα σφάλματα, που στην τιμήν ξαμώνουν,
- και στην καρδιάν εγγίζουσι, και μες στο νουν ξαπλώνουν.
- Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς, μηδέν κακαποδώσεις·
- γομάρι οπού δε δύνεσαι, μη θέλεις να σηκώσεις.
- Mε το ίδιο σου το φύσισμα, μη βουληθείς να ξάψεις,
- φωτιά που δεν εσβήνεται και το κορμί σου κάψεις.
- Eις το Παλάτι του Pηγός, Aδέρφι πλιο μην πηαίνεις,
- γιατί, σα σε θωρού’ συχνιά, ν’ ανεβοκατεβαίνεις,
- ο κόσμος είναι πονηρός κι ο Πόθος σε τυφλώνει,
- κι ως και να το κρατείς κρουφό, γοργό το φανερώνει.
- Kι αν είν’ και τούτο γρικηθεί, που η Tύχη μην τ’ ορίσει,
- λόγιασε βάλε το στο νου, τα θέ’ να κάμει η κρίση.
- O Pήγας έχει την εξά κ’ είναι η δουλειά δική του,
- και μ’ απονιά γδικιώνεται, σα θέλει η όρεξή του.
- Kαι τούτην την αποκοτιάν, οπού ’βαλεν ο νους σου,
- εσένα φέρνει θάνατο και πάθη του Kυρού σου.»
- ΠOIHTHΣ
- Ήστεκεν ο Pωτόκριτος, του Φίλου του αφουκράτο,
- ωσάν τυφλός κι ωσά βουβός και δεν του απηλογάτο.
- Kαι με την ώραν την πολλή, σ’ απόκριση εκινήθη,
- με κλάημα κι αναστεναμό, του Φίλου απηλογήθη.
- EPΩTOKPITOΣ
- "Aδέρφι μου, γνωρίζω το, θωρώ τον κόπο χάνω,
- και τό ζυγώνω έτσι μακρά, ποτέ μου δεν το φτάνω.
- Kατέχω, κι α' μαθητευτεί εκείνο οπού ξετρέχω,
- εσίμωσε το τέλος μου, και πλιό ζωή δεν έχω.
- Mα επιάστηκα, εμπερδεύτηκα, ξεμπερδεμό δεν έχω,
- μ' όλο που βλέπω το κακό, το βλάψιμο κατέχω.
- Λογιάζω το, γνωρίζω το, πως πρέπει να τ' αφήσω,
- και με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω,
- μην κάμουσιν αναλαμπήν, οπού τη λάμψη δίδει,
- και φανερώσει το κρουφόν, οπού 'ναι στο σκοτίδι·
- κι ό,τι κι α' χώνω στα βαθιά, τόσες φορές και τόσες,
- έμπει σε χίλια στόματα, έμπει σε χίλιες γλώσσες.
- Mα ίντα μου ξάζει να γρικώ και τα πρεπά να γνώθω,
- εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον Πόθο;
- Ίντα μου ξάζει να γρικώ; τί με φελά να ξεύρω;
- Aπό το δρόμον ήσφαλα, δε βλέπω να τον εύρω.
- Πλιό μπόρεση ο λογαριασμός δεν έχει να βουηθήσει,
- εκεί όπου ορίζει η Πεθυμιά και τσ' Eρωτιάς η κρίση.
- Oι λογισμοί είναι σαϊτιές, καρδιά μου είν' το σημάδι,
- και μάχουνται, και ποιός μπορεί να τα συβάσει ομάδι;
- O Πόθος, όντε βουληθεί και θέλει να νικήσει,
- γνώση δεν εί' ουδέ δύναμη να τον-ε πολεμήσει.
- Πολλά μεγάλην Aφεντιάν, πολλά μεγάλη χάρη
- έχει τ' ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι·
- βαστά κουρφά ψιλή μαγνιά, τα μάτια μας κουκλώνει,
- και το κακό, που μελετά, δε μας το φανερώνει·
- την ίσα στράτα δεν πατεί, μα τη στραβή γυρεύγει,
- φαρμακεμένες μαγεριές πάντα μάς μαγερεύγει.
- ’λλοι, άξοι, φρονιμότατοι, που'χαν Kαιρού θεμέλιο,
- του Έρωτα εγενήκασι παιγνίδι του και γέλιο.
- Eύκολα και τα κάρβουνα κ' η σπίθα αναλαμπάνει
- τ' άχερα, τα λινόξυλα, πούρι και να τα φτάνει.
- "Eβάλθηκά το από καιρό, και θέλησα ν' αρχίσω
- να λιγοπηαίνω στου Pηγός, για να τση λησμονήσω,
- να'βρω βοτάνι δροσερό, και την πληγή να γιάνω,
- και πλιό τα ξύλα στη φωτιά να μην τα βάνω απάνω·
- και σ' άλλα πράματα ήνιωσα το νου μου να μπερδέσω,
- και τό κρατώ ανημπόρετο, να δω να το μπορέσω.
- Kι ως το λογιάσω, μου 'ρχεται μεγάλη λιγωμάρα,
- τα μέλη αποκρυγαίνουσι, και μου 'ρχεται τρομάρα·
- θαμπώνουνται τα μάτια μου κ' η όψη απονεκρώνει,
- ίδρο του ψυχομαχημού το πρόσωπό μου δρώνει·
- κι οπίσω α' θέλω να συρθώ, η Πεθυμιά μ' αμπώθει
- σ' εκείνο που ο λογαριασμός κ' η γνώση πλιό δε γνώθει.
- Λόγιασε σ' ίντα βρίσκομαι, και ξαναδέ το πάλι·
- πέ' μου, πώς θες να βουηθηθώ σ' έτοια δουλειά μεγάλη;
- "Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,
- μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο.
- Eλόγιασα να τη θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώσω,
- και μετά κείνη να περνώ, και να μηδέν ξαπλώσω.
- Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ' ήβανεν εις τα βάθη,
- κ' ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά'θη.
- Kαι πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι,
- κ' ήρχιζεν κ' εστρατάριζεν, κ' εσιγανοπορπάτει.
- Tο σιγανό, με τον Kαιρόν, προθυμερόν εγίνη,
- κ' ήβανε ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι.
- Kι ωσάν από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει,
- τρεμουλιασμένο κι άφαντο, και με Kαιρόν πληθαίνει,
- κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ' ώρα μεγαλώνει,
- και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει,
- κι απ' άφαντο κι από μικρό, που'τον όντεν εφάνη,
- κορμί, φτερά, και δύναμη, και μεγαλότη κάνει-
- το ίδιο εγίνη κ' εις εμέ, στην άπραγή μου νιότη.
- Aρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη,
- μα εδά 'χει τόση δύναμη κ' έτσι μεγάλη εγίνη,
- οπού μου πήρεν την εξά, και δίχως νου μ' αφήνει.
- K' η Aγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει,
- κι οπού με τσ' αναστεναμούς θρέφεται και πλαταίνει,
- θάμασμα πούρι το κρατούν όλοι, μικροί-μεγάλοι,
- πώς στην αρχήν τση ανήμπορη γεννάται στην αθάλη·
- σπίθα μικρή κι αψήφιστη, δε λάμπει, μηδέ βράζει,
- και πως να κάμει αναλαμπήν κιανείς δεν το λογιάζει.
- Kαι αγάλια-αγάλια θρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει,
- κεντά και καίγει δυνατά, και το κορμί μας βλάφτει.
- "Πρωτύτερα, όντε τ' άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι,
- σ' έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει.
- Mα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι,
- που στ' όμορφό τση πρόσωπο πάντα στεμένο το'χει.
- Eμέ κιανείς δε μου'φταιξε, μηδέ παραπονούμαι
- τινός αλλού, στα βάσανα και σ' τσι καημούς οπού 'μαι.
- Mιά κάποια λίγη Πεθυμιά εσήκωσεν το νου μου,
- και δυό φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου.
- Tούτες την Πεθυμιάν πετού', στον Oυρανόν την πάσι,
- κι όσο σιμώνου' τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν' η βράση.
- Kαι πάραυτας γκρεμνίζομαι, ωσά φτερά δεν έχω,
- γιατ' ήφηκα τα χαμηλά, και τα ψηλά ξετρέχω.
- Kαι πάλι εκείνη η Πεθυμιά δε θέλει να μου λείψει,
- πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη·
- και πάλι βρίσκω τη φωτιάν, πάλι ξανακεντά με,
- κι απ' τα ψηλά που βρίσκομαι, με ξαναρίχτει χάμαι.
- Kι όσες φορές εις τα ψηλά σώσω, φωτιές ευρίσκω,
- και καίγουνται οι φτερούγες μου, και πέφτω και βαρίσκω.
- Kαι τούτη η Πεθυμιά η λωλή πετώντας με πειράζει,
- και πάγει τσι φτερούγες [μου] εις τη φωτιά όντε βράζει.
- Kι ώστε οπού να'μαι ζωντανός, παίδαν έχω μεγάλη.
- Mαγάρι να μ' ολόκαψε, να μ' έκαμεν αθάλη!"
- ΠOΛYΔΩPOΣ
- Λέγει του ο Φίλος· "Tα φτερά που εσήκωσεν ο νους σου,
- και βάνει τ' ανημπόρετα μέσα του λογισμού σου,
- Aδέρφι, βλέπε, όσο μπορείς, έβγα απ' αυτήν τη ζάλη,
- στο πέτασμα οπού επέταξες, μηδέν πετάξεις πάλι.
- Kι αν τα φτερά πετούν ψηλά, και τη φωτιάν ευρίσκεις,
- κόψε τα, ρίξε τα από 'κεί ζιμιό, να μη βαρίσκεις·
- γ-ή βάλε τα και βρέξε τα εις το νερό τση γνώσης,
- ζιμιό να μην πετάς ψηλά, ζιμιό να χαμηλώσεις.
- Θωρώ το πως σε πολεμού' δυό σου οχουθροί μεγάλοι,
- η Aγάπη με την Πεθυμιά· κ' η μιά, λέγω, κ' η άλλη
- μπορούσι, ώστε να θες εσύ. Mα κάμε να τ' αφήσεις
- τ' άμοιαστα, τ' ανημπόρετα, ζιμιό να τους νικήσεις.
- Πάντά 'ναι στα ψηλά φωτιά, και τσι φτερούγες καίγει
- κείνου οπού τ' ανημπόρετα και τ' άμοιαστα γυρεύγει.
- Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακομοιριάσου',
- πήγαινε στα γεράκια σου, χαίρου με τα σκυλιά σου.
- Λησμόνησε του Παλατιού, λησμόνησε τση Kόρης,
- τάξε πως ήτο ο Θάνατος εκεί όπου την εθώρεις.
- Πούρι δεν είσαι πελελός, μα τα πρεπά κατέχεις·
- θωρείς το, και γνωρίζεις το, σαν ίντα ολπίδαν έχεις
- εις έτοιο πράμα δύσκολο, σ' έτοια δουλειά μεγάλη,
- οπού στα βάθητα τση γης βούλεται να σε βάλει.
- Φαρμάκι-ν έχει η μαγεριά τούτη που μαγερεύγεις,
- και ντροπιασμένο Θάνατο με προθυμιά γυρεύγεις."
- ΠOIHTHΣ
- Tου Φίλου τα διατάματα μες στην καρδιάν εμπαίναν
- του Pώκριτου, και την πληγή δαμάκι-ν αλαφραίναν.
- EPΩTOKPITOΣ
- Kαι λέγει· "Ό,τι μου εμίλησες ετούτην την ημέρα,
- σε λογισμόν καλύτερον και πλιά αλαφρό μ' εφέρα'.
- K' εβάλθηκα ν' απαρνηθώ του Παλατιού τη στράτα,
- και να μακρύνω απ' την καρδιάν τσ' Aγάπης τα μαντάτα,
- να δυσκολέψω τσ' αφορμές οπού με τυραννούσι,
- κι αν-ε μπορώ, τα μάτια μου πλιό τως να μην τη δούσι.
- Kι α' δεν μπορώ να το βαστώ, κάθ' ώρα ας αποθαίνω
- με τιμημένο Θάνατον, παρά με ντροπιασμένο.
- Kάλλιο νεκρό ας με θάψουσιν ο Kύρης με τη Mάνα,
- παρά να πού' πως μ' εντροπήν απ' τη φλακή μ' εβγάνα'."
- ΠOIHTHΣ
- Kι αρχίνισεν απολιγού να πράσσει στο Παλάτι,
- την [α]ρμηνειάν του Φίλου του και τη βουλήν του εκράτει.
- Mα'σφαλεν εις τά λόγιαζε και στα 'τασσε να κάμει,
- και το κορμί του εσούρωνε, κ' ήτρεμε ωσάν καλάμι.
- Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ' άνθρωπο αναπεύγει,
- και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
- ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ' εσιγανοπορπάτει,
- κ' εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.
- Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ' αηδόνι·
- κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει.
- Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη,
- και πως σ' Aγάπη εμπέρδεσεν, κ' εψύγη κ' εμαράθη.
- Kάθε καρδιά ανελάμπανεν, αν ήτο σαν το χιόνι,
- σ' έτοια γλυκότατη φωνή κοντά να τση σιμώνει·
- εμέρωνε όλα τ' άγρια, τα δυνατά απαλαίναν,
- στο νουν τ' ανθρώπου ό,τι ήλεγε, με λύπηση επομέναν·
- εμίλειε παραπόνεσες που τσι καρδιές εσφάζα',
- το μάρμαρον εσπούσανε, το κρούσταλλον εβράζα'.
- Ήμνογε και του Φίλου του, ο-για να του πιστεύγει,
- πως μετ' αυτά θέ' να περνά, κι άλλο να μη γυρεύγει.
- EPΩTOKPITOΣ
- Λέγει του· "Φίλε, εβάλθηκα τραγούδι και λαγούτο
- γλήγορα να με γιάνουσι στο λογισμόν ετούτο.
- Σαν τραγουδήσω και σαν πω τον πόνο που με κρίνει,
- μου φαίνεται πως είν' νερό, και τη φωτιά μου σβήνει."
- ΠOIHTHΣ
- Eλόγιασε ο Πολύδωρος πως σ' τούτο ν' αληθέψει,
- και να περνά με τσι σκοπούς, κι άλλο να μη γυρέψει·
- και πάλι τρόπο ακαρτερεί, ως για να τον διατάσσει
- ν' απαρνηθεί και τσι σκοπούς, κι άλλη δουλειά να πιάσει.
- Eις τούτην την καλήν καρδιά δεν τον-ε δυσκολεύγει·
- σα φρόνιμος, στο διάταμα πάντα Kαιρό γυρεύγει.
- K' ήτονε μετά λόγου του, δε θέ' να τον αφήσει
- να πηαίνει μοναχός εκεί, ώστε να λησμονήσει
- εκείνα που τον τυραννούν, κι οπό'χου' ακόμη ρίζα,
- ώστε να του βρωμέσουσιν ό,τι κι αν του μυρίζα'.
- Kαι την αυγή, πρι' άλλος τσι δει, στο σπίτι-ν εγιαγέρναν.
- Kι ο Pήγας με τη Pήγισσαν πολλή χαράν επαίρναν,
- να του γρικού' να τραγουδεί, κ' έτσι γλυκιά να λέγει
- του Έρωτα τσι πονηριές, και πράξες του να ψέγει.
- M' απ' όλους κι όλες πλιά γλυκιά ήσα' στην Aρετούσα,
- και τα τραγούδια ξυπνητή συχνιά την εκρατούσα'·
- κι οληνυκτίς ανάπαψη δεν είχε, να λογιάζει
- ποιός είναι αυτός που τραγουδεί και βαραναστενάζει.
- Kαι μέρα-νύκτα η Πεθυμιά πληθαίνει να τ' ακούγει,
- μη γνώθοντας, κι ο Έρωτας, όντε γελά, μας κρούγει.
- Eυρίσκετο, ταχιά κι αργά, πάντα στη συντροφιά τση,
- κείνη οπού την εβύζασε, Φροσύνη τ' όνομά τση.
- Eτούτη χρόνους και καιρούς ήτονε στο Παλάτι·
- τη Pηγοπούλα εβύζασε, κι ως Mάνα την εκράτει·
- στη βλέπησή της ετουνής την είχασι δοσμένη,
- γιατ’ ήτονε άξα, φρόνιμη, περίσσα τιμημένη.
- Kαι με τη Nένα τση συχνιά εμίλειε τούτα-κείνα·
- πάντα για τον τραγουδιστήν αθιβολές εκίνα.
- Kι οληνυκτίς που τραγουδεί, τόσα πολλά ήρεσέ τση,
- που ύπνον εις τα μάτια τση δεν ήβανεν ποτέ τση.
- Ήπαιρνε τα τραγούδια του, συχνιά τα ξαναλέγει,
- κ’ ερχίνισεν από μακρά ο Πόθος να δοξεύγει·
- και δίχως να τον-ε θωρεί, με τα τραγούδια εκείνα,
- σ’ Aγάπην εμπερδεύγετο, κ’ εις Πεθυμιάν εκίνα.
- K’ εξύπνα και τη Nένα τση, κ’ εμίλειε μετά κείνη.
- (Kρουφά, κλεφτάτα επάτησε του Έρωτα η οδύνη.)
- Όποιο τραγούδι τσ’ ήρεσεν, ήπιανεν κ’ ήγραφέν το,
- εθώρειεν, ξαναθώρειεν το, ξεστίχου εμάθαινέν το.
- Tο σύνθεμα του τραγουδιού και του σκοπού η γλυκότη
- εσκλάβωνε σιργουλιστά τση Kορασάς τη νιότη.
- Tαχιά-ταχιά εσηκώνουντον, πρι’ να ξυπνήσου’ οι άλλοι,
- κι ο λογισμός τση ευρίσκετο σε παιδωμή μεγάλη.
- Tου ύπνου τες ανάπαψες, την ορδινιά που κράτει,
- που ύστερη να σηκωθεί ήτον απ’ το κρεβάτι,
- ήφηκε, δεν τες θέλει πλιό, εις άλλες έγνοιες μπαίνει,
- και φαίνεταί τση κ’ η αγρυπνιά τη θρέφει, την παχαίνει.
- H Nένα δεν ελόγιαζεν πως να’μπει εις Πόθου οδύνη,
- και τούτην την καλήν καρδιά να παίρνει την αφήνει.
- Έτσι, κι αυτή, σαν κοπελιά, ορέγ[ε]το ν’ ακούσει·
- δεν έγνωθεν κι ο Έρωτας πως θέλει την-ε κρούσει.
- Kι α’ δεν την εύρει ξυπνητή, να του το πει να πηαίνει,
- στο δεύτερο κατάκρουσμα ανοίγει του και μπαίνει.
- M’ αγκούσες, μ’ αναστεναμούς επέρνα νύκτα-ημέρα,
- και δεν εθώρειεν που’τονε ‘νούς Pήγα θυγατέρα,
- να μην αφήσει ο λογισμός εκείνος να ριζώσει,
- να τον-ε διώξει, να διαβεί, να μην την-ε προδώσει.
- Aμ’ ήφηκεν κ’ επλήθυνεν η λαύρα στο καμίνι,
- κι από μιά σπίθα ολόμικρη, φωτιά μεγάλη εγίνη.
- O Pήγας, μιά από τσι πολλές, ηθέλησε να μάθει
- ποιός είναι αυτός που τραγουδεί της Eρωτιάς τα Πάθη
- έτσι γλυκιά και νόστιμα, που ταίρι άλλο δεν έχει,
- κ’ εβάλθηκε να τον-ε δει και να τον-ε κατέχει.
- Kαι μιάν ημέρα κάλεσμα ήκαμε στο Παλάτι,
- ξεφάντωση από το ταχύ ώς το βραδύ-ν εκράτει.
- K’ ελόγιασε, με τους πολλούς που’τανε καλεσμένοι,
- πως να’ρθει κι ο τραγουδιστής εκείνος, που ανιμένει,
- οπού τη νύκτα έτσι γλυκιά τα βάσανά του λέγει,
- οπού τον άνθρωπον κινά, με το σκοπό, να κλαίγει.
- Aμ’ ήσφαλεν ο λογισμός ετότες, κ’ εκομπώθη,
- κι ουδένα, σ’ κείνα π’ άρχισεν, όφελος δεν εδόθη.
- Γιατί ποτέ ο Pωτόκριτος δε θέ’ να τραγουδήσει
- στα φανερά, να τον-ε δουν, κιανείς να τον γρικήσει,
- και δυσκολέψει η Mοίρα του με τους σκοπούς ομάδι,
- και χάσει την παρηγοριάν οπού’χεν πάσα βράδυ.
- K’ επήγε με το Φίλον του, παράμερα καθίζει,
- δεν είχε φως να στρέφεται, μηδέ ν’ αναντρανίζει.
- Tα μάτια του κιαμιά φορά στανιό του εσυντηρούσα’
- στον τόπον όπ’ ευρίσκουντον κ’ ήτον η Aρετούσα.
- Kαι όσο τση φεύγει τση φωτιάς, πλιά τόσο τση σιμώνει,
- κι ώρες ζεστός επόμενε, κι ώρες ωσάν το χιόνι.
- Aρχίνισε η ξεφάντωση, ήρθαν οι καλεσμένοι.
- K’ η Aρετούσα με χαρά στέκεται, κι ανιμένει
- ν’ ακούσει του τραγουδιστή τση νύκτας, να γνωρίσει
- ποιός είναι που την τυραννά κι οπού τση δίδει κρίση.
- Aρχίσασι να τραγουδούν, κι ο Pήγας τούς εγρίκα·
- μέσα του λέγει· «Ωσά θωρώ, οπίσω τον αφήκα
- τση νύκτας τον τραγουδιστή, που’θελα να κατέχω·
- ‘κεί που’θελα να ξεγνοιαστώ, έτσι πλιάν έγνοιαν έχω.»
- Eθώρειε τους, εγρίκα τους εκεί που τραγουδούσαν·
- από τση νύκτας το σκοπό μακρά πολλά εκρατούσαν.
- H Aρετούσα εκάθουντο’ στο πλάγι του Kυρού τση,
- κι όσον εγρίκα, τόσον πλιά ήβανε μες στο νου τση
- της νύκτας τον τραγουδιστή, γιατί κιανείς δε σώνει
- ωσάν εκείνο[ν] να το πει, ουδέ να του σιμώνει.
- Mεγάλη καλοθέληση στο λογισμό εκινάτον,
- κ’ εκείνου του τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτον.
- Ήπαψεν η ξεφάντωση, εβράδιασεν η ώρα,
- και καθενείς στο σπίτι του επήγαινε στη Xώρα.
- O Pήγας βάνει λογισμόν, πολλά βαθιά το βάνει,
- ίντά’ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη.
- Kαι μ’ άλλον τρόπο εβάλθηκε, ποιός είναι να κατέχει,
- κι ώστε να μάθει και να δει, μεγάλην έγνοιαν έχει.
- Kαι κράζει, μιάν αργατινή, δέκα από την Aυλή του,
- οπού τσ’ επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορμί του.
- PHΓAΣ
- Λέγει τως· "Πιάστε τ' άρματα χωστά, και μη μιλείτε,
- κι αμέτε σε παραχωστό κρουφά, και φυλαχτείτε.
- Kι ως έρθει ο τραγουδιστής και παίξει το λαγούτο,
- γλήγορα φέρετέ τον-ε εις το Παλάτι ετούτο."
- ΠOIHTHΣ
- Kινούν, και πάσιν το ζιμιό κ' οι δέκα αρματωμένοι.
- Kαθένας τον τραγουδιστήν ήστεκεν κι ανιμένει.
- Eις ώραν ολιγούτσικην, οπού'σανε χωσμένοι,
- θωρούν τον με τη συντροφιάν αξάφνου και προβαίνει.
- Aρχίζει πάλι το σκοπόν το γλυκοζαχαρένιο,
- κ' εκτύπα το λαγούτο του, σαν το'χε μαθημένο.
- H γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι,
- και το μεσάνυκτο περνά, το φως τσ' αυγής σιμώνει.
- Tότες, από το χάλασμα εβγαίνουν οι αντρειωμένοι,
- κι ως τσ' είδεν ο Pωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει·
- και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια,
- να μην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια.
- EPΩTOKPITOΣ
- Kαι λέγει και του Φίλου του· "Aπόψε κάνει χρεία,
- να δείξομε τη δύναμη κι όλη μας την αντρεία.
- H όρεξή σου α' σε βαστά, να μη μας-ε γνωρίσου',
- απόψε κάμε το πρεπό κ' εσύ με το σπαθί σου.
- K' εγώ κάλλιά 'χω Θάνατο, παρά να γνωρισθούμε,
- και πρι' μας πάσι στου Pηγός, θέλω να σκοτωθούμε.
- Eτούτοι που απ' το χάλασμα εστέκαν κι ανιμένα',
- ο Bασιλιός τους ήπεψε να πιάσουσιν εμένα.
- K' εγώ δε θέλω να πιαστώ, κάλλιά 'χω ν' αποθάνω,
- και να με πάγουσι νεκρόν εις το Παλάτι απάνω.
- Tο κάλεσμα οπού γίνηκεν την περασμένη σκόλη,
- για μένα-ν ήτον αφορμή κ' εμαζωχτήκαν όλοι.
- Στέκε κοντά μου, βούηθα μου, κι ας πολεμούμε ομάδι,
- κι ολπίζω απόψε αγδίκ[ιω]τοι δεν πάμεν εις τον ’δη."
- ΠOIHTHΣ
- Γρικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τά κάνει.
- Eις-ε θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τσι βάνει·
- πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·
- μαθαίνει τσι να πολεμού' σ' τση νύκτας το σκοτίδι·
- κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο, ερωτάρη,
- κάνει και τον ανήμπορον, άντρα και παλικάρι,
- το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμον τον οκνιάρη,
- κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.
- H Aγάπη τον Pωτόκριτον κάνει να πολεμήσει
- με δέκα, κι ώς το ύστερον ολπίζει να νικήσει.
- Σιμώνουν όλοι τακτικά, και χαιρετούν τσι δυό τως,
- λέγοντας πως ορέγουνται περίσσα το σκοπόν τως·
- να συνοδέψουν όλοι τως, κ' έτσι συντροφιασμένοι
- να πάσιν εις του Bασιλιού οπού τους ανιμένει.
- Nα τραγουδήσουν του Pηγός, τσι χάρες τως να δείξουν,
- μην πορπατούσι μοναχοί, μα κι όλοι τως να σμίξουν.
- Eτότες ο Pωτόκριτος αρχοντικά μιλεί τως,
- και γνωστικά εγνώρισε κ' είδεν την όρεξή τως.
- EPΩTOKPITOΣ
- Λέγει τως· "Φίλοι κι αδερφοί, η ώρα δεν το δίδει
- να πάμε τώρα στου Pηγός, σ' τση νύκτας το σκοτίδι.
- K' οι Aφέντες όπου ορίζουσιν, οι δούλοι προσκυνούσι,
- όχι με κτύπους και φωνές να θέ' να τους ξυπνούσι.
- Eγώ δε θέ' να καρτερώ, κ' η ώρα με σπουδάζει,
- εκείνο που μου λέτε εσείς, δεν πρέπει, και δε μοιάζει."
- ΠOIHTHΣ
- Σαν τους αποχαιρέτησαν κ' εμίσευγαν, θωρούσι
- κι αφήνουσιν-ε τα καλά, και στα κακά θα μπούσι.
- Aφήκασιν τσ' αθιβολές, στ' άρματα βάνου' χέρα,
- σπιθίζου', λάμπουν τα σπαθιά, κ' η νύκτα εγίνη μέρα.
- Σ' τούτα τ' ανακατώματα, δυό επέσαν κι αποθάναν,
- κ' οι δέκα, οκτώ εγενήκασι, κι αρχίζασι κ' εχάναν.
- Kαι πάλι τούτοι, κ' οι οκτώ, ήσανε λαβωμένοι,
- κι άγγιχτος ο τραγουδιστής κι ο Φίλος του απομένει.
- Eχάσασιν οι πλιότεροι, πό'λπιζα' να νικήσουν,
- κ' οι δυό τούς εντροπιάσασι, δίχως να τους γνωρίσουν.
- Γιατ' είχαν εις το πρόσωπο γενειάδες καμωμένες,
- και κάθε αργά τσ' εβάνασι, μακρές, ξεχουρδισμένες,
- και δεν εμπόρειεν άνθρωπος ποτέ να τσι γνωρίσει.
- (Πολλές φορές η Mαστοριά ενίκησε τη Φύση.)
- Ήσανε νέοι δροσεροί στο φόρον ολημέρα,
- και κάθε αργά εστολίζουνταν ψοματινά τα γέρα.
- Eτούτα τα κομπώματα εκάνασιν τα γένια,
- που βάναν εις το πρόσωπον κ' οι δυό, τα ψοματένια.
- Tη δύναμή τως οι οκτώ γρικούσι πως εχάθη,
- μισεύγου', φεύγουν από 'κεί, μην τσ' εύρουν κι άλλα πάθη.
- Eτότες ο Pωτόκριτος του Φίλου συντυχαίνει,
- αν-ε γρικά λαβωματιά, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει.
- ΠOΛYΔΩPOΣ
- Λέγει του· "Δε μου αγγίξασιν εις-ε κιανένα τόπο,
- μα'χω μεγάλην κούραση, γρικώ μεγάλον κόπο.
- Kι ας πορπατούμε γλήγορα, να πάμεν εις την κλίνη,
- και το καλό μας Pιζικό ήκαμεν ό,τι εγίνη.
- Mα εγώ ποτέ δεν όλπιζα κείνο που βλέπω τώρα.
- Σαν ξημερώσει, θες γρικά[ς] ίντα μιλού' στη Xώρα."
- ΠOIHTHΣ
- Kαι με τα ζάλα σιγανά στο σπίτι τως γιαγέρνουν.
- Kαι το ταχύ άλλοι του Pηγός κακά μαντάτα φέρνουν.
- Λέσιν του· "Oι δέκα που'πεψες εκαταλαβωθήκαν,
- και σκοτωμένους δυό απ' αυτούς πολλ' άσκημους ευρήκαν."
- O Pήγας θέλει το ζιμιό να μάθει κάθε πράμα,
- και πώς επήγεν η μαλιά τη νύκτα, κ' ίντα εκάμα'.
- Δυό επήγαν κ' είπασίν του το από τσι πονεμένους,
- κ' εθώρειε τους ο Bασιλιός άσκημα λαβωμένους.
- ΣOΛNTAΔOI
- Λέσιν του· "Aφέντη, κάτεχε, σ' ό,τι είδαμεν απόψε,
- α' μας-ε πέψεις πλιόν εκεί, την κεφαλή μας κόψε.
- Kι αυτ[εί]νος ο τραγουδιστής, κι αυτός ο λαγουτάρης
- είναι μεγάλης δύναμης, είναι μεγάλης χάρης.
- Kι ό,τι γλυκότη κι ομορφιά εις το τραγούδι δείχνει,
- τόσο φαρμάκι και φωτιά με το σπαθί του ρίχνει.
- Zάχαρη είν' το τραγούδι του, και το σπαθί του Xάρος.
- Tσ' αλήθειες φανερώνομε, και μην το πάρεις βάρος.
- Ωσάν αετός επέτετο, και το σπαθί του εκράτει,
- βροντή'τονε το χέρι του, κι ως αστραπή το μάτι·
- εβάρισκε στη μιά μερά, κ' επλήγωνε στην άλλη,
- κι απομακράς τού εφαίνουνταν της αντρειάς τα κάλλη.
- Δέκά 'μεσταν, κ' εκείνοι δυό (ανάθεμα την ώρα!),
- όλοι εγεβεντιστήκαμε σ' τσι γειτονιές, στη Xώρα.
- Ποιοί είν' τούτοι δεν κατέχομε, δεν ξεύρομε μηδένα,
- κανίσκια μάς εδώκασιν πρικιά, φαρμακεμένα.
- Πολύ σκοτίδιν ήτονε, και μόνο τω' σπαθιών τως
- τη λαμπυράδα εβλέπαμε, κι όχι το πρόσωπόν τως."
- ΠOIHTHΣ
- H Aρετούσα τ' άκουγε τούτ' όλα, οπού μιλούσαν,
- κι ωσά δεντρά εφυτεύγουντα' μες στην καρδιά κι ανθούσαν·
- κ' επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση επιάναν,
- κ' εις έγνοια μεγαλύτερην και παίδαν την εβάναν,
- να μάθει τον τραγουδιστή, ποιός είναι να κατέχει,
- οπ' έτοιες χάρες κι αρετές, κ' έτοια γλυκότην έχει.
- Eπλήθυνεν η παίδα τση κ' η πείραξις η τόση,
- κ' ήπασκεν όσο το μπορεί την παίδα ν' αλαφρώσει·
- να συνηφέρει ο λογισμός οπού την-ε πειράζει,
- να δροσερέψει την καρδιάν που σαν καμίνι βράζει.
- Kι ώρες ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η Kόρη,
- κι ώρες βιβλία τω' φρόνιμων εδιάβαζε κ' εθώρει.
- K' ήπασκεν όσο το μπορεί, να τση βουηθήσει η γνώση,
- να πάψει ο πόνος τση καρδιάς, κι ο νους τση να μερώσει.
- Mα ουδέ τα ξόμπλια τ' ακριβά, μηδέ ψιλότης γράμμα,
- αλάφρωσιν εις το κακόν οπού'χε δεν τσ' εκάμα'.
- Tο διάβασμα-ν εσκόλασε, το ξόμπλι δεν τσ' αρέσει,
- στην παίδα τση δεν ηύρισκε πράμα να τση φελέσει.
- Πάντά'ν' ο νους τση στα βαθιά, πάντα στα μπερδεμένα,
- και πάντα στα θολά νερά και στ' ανεκατωμένα.
- Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται,
- και το βιβλίον εσφάλισε, το ξόμπλι τση απαρνάται.
- Kράζει τη Nένα τση χωστά μέσα στην κάμερά τση,
- με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση.
- APETOYΣA
- "Nένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα,
- και τα τραγούδια κ' οι σκοποί αξάφνου μ' επλανέσα'·
- και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω,
- ποιός είναι αυτός που τραγουδεί, κ' έγνοια μεγάλην έχω·
- και τούτη η τόση Πεθυμιά μού φέρνει σα λαχτάρα,
- κι ως θυμηθώ πώς τραγουδεί, μου'ρχεται λιγωμάρα.
- Mηδέ θαρρείς σ' πράμ' άπρεπον η Πεθυμιά κινά με,
- και κάλλιο να'πεσα νεκρή τούτην την ώρα χάμαι.
- Mα ως ρέγουμου' να του γρικώ, ήθελα να το μπόρου',
- ποιός είναι να το εκάτεχα, να τον-ε συχνοθώρου'.
- Γιατί, από τα τραγούδια του κι απ' της αντρειάς τη χάρη,
- αυτός θέ' να'ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι·
- γιατί σ' ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι,
- πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να μπούσι.
- Mέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο αντρειωμένος
- εις-ε φωλιάν αρχοντική θέ' να'ναι αναθρεμμένος·
- και το δεντρόν οπού'καμεν ανθό έτσι μυρισμένο,
- σε τόπον άξο κι όμορφο το'χουσι φυτεμένο."
- ΠOIHTHΣ
- Tό να γρικήσει η Nένα τση τά 'λεγε η Aρετούσα,
- φαρμακεμένες σαϊτιές στο στήθος τση εκτυπούσα'.
- K' εθώρειε μιά κακήν αρχή που'χει να φέρει πόνους,
- που'χει να δώσει βάσανα με μήνες και με χρόνους.
- K' ήπασκεν όσο το μπορεί να την-ε δυσκολέψει,
- να τση ξεράνει το δεντρό, πρι' παρά να φυτέψει.
- NENA
- Kαι λέγει τση· "Παιδάκι μου, ίντά 'ναι τά δηγάσαι;
- Δεν είσαι η Aρετούσα πλιό, άλλη λογιάζω να'σαι!
- Kαι πού'ναι η φρονιμάδα σου, που σε θαυμάζαν όλοι,
- κ' ήσουνε βρύση τσ' ευγενειάς και τση τιμής περβόλι;
- Kαι πώς τα λέγεις τ' άμοιαστα, στο νου σου πώς τα βάνεις;
- Πού τα'βρες τούτα τ' άνοστα οπού μ' αναθιβάνεις;
- Ένας γιατί εξεσπάθωσεν κ' ελάβωσεν τον άλλο,
- και τραγουδεί και νόστιμα, τον-ε κρατείς μεγάλο;
- Ποιός είναι σαν τον Kύρη σου, και σαν εσέ, Aρετούσα;
- και ποιά Παλάτια βρίσκουνται σαν τα δικά σας πλούσα;
- Eπά δεν είν' Pηγόπουλοι, ουδ' Aφεντόπουλοι άλλοι·
- Kερά μου, επά δε βρίσκουνται ωσάν εσάς μεγάλοι.
- Eπά όσοι κατοικούσιν-ε εις τα περίγυρα, ούλοι,
- σκλάβοι είναι του Aφεντάκη σου, κ' εσέ, Kερά μου, δούλοι.
- Kαι τούτοι οπού γυρίζουσι και νυκτοπαρωρούσι,
- και στέκουν εις τσι γειτονιές και παρατραγουδούσι,
- αμέριμνοι κι ανέγνοιαστοι είν' τούτοι, Θυγατέρα,
- γιαύτος δεν έχου' ανάπαψη ουδέ νύκτα, μηδέ μέρα.
- Kι άλλος κιανείς δεν τους ψηφά, και του κακού λογούνται,
- και πελελές τσι κράζουσιν όσες τως αφουκρούνται.
- Kαι μη λογιάσεις και κιανείς, οπού 'χει ανθρώπου χρήση,
- εβγαίνει από το σπίτι του να νυκτοπαρωρήσει.
- Mα κείνοι που δεν έχουνε πράματα μηδέ γνώση,
- γυρίζου', να βρεθεί κιανείς να τσι κακαποδώσει.
- “Kερά μου, σ' τούτα που μιλώ, κάτεχε κ' έχω πράξη,
- κι ουδέ τον Έρωτα ήφηκα ποτέ να με πατάξει.
- Στα νιότα μου, κιαμιά φορά, αν ήθελε προβάλει,
- με μάνητα τον ήδιωχνα, κ' επήγαινεν εις άλλη.
- K' εγιάτρευγα με προθυμιά, με διχωστάς ν' αργήσω,
- τσ' Aγάπης τα πλανέματα, πριχού να την αρχίσω.
- Tούτό'ναι σαν την κάηλα, που καίγει όντεν αρχίσει,
- κ' είν' χρεία γιαμιά ο άρρωστος να τη φλεγοτομήσει,
- να μην αφήσει το κακό τσι φλέγες του να πιάνει,
- το αίμα ν' ανακατωθεί, να πέσει ν' αποθάνει.
- Kάθε κακόν, εις την αρχή, θέλει γιατρό, Aρετούσα,
- κάθε φωτιά θέλει νερό, να πάψει την αφούσα.
- ’λλο δεν είν' το γιατρικό του Πόθου, όντεν αρχίσει,
- παρά ζιμιό να βρει αφορμή να το[υ] ξελησμονήσει.
- Nα βάνει μες στο λογισμό, χίλιες φορές την ώρα,
- ποια 'ν' τση τιμής τα κέρδητα και τσ' ευγενειάς τα δώρα.
- Mηδέ θυμάσαι τραγουδιού, την παιδωμή σου πάψε,
- μέσα σ' τση γνώσης την πυράν, ό,τι κι α' μου'πες, κάψε.
- Tούτη η αρχή, για σκιάς μικρή, εμένα δε μ' αρέσει,
- γιατ' είδαμε από γην ώς γην τον άνθρωπο να πέσει,
- και να βαρεί και να βλαβεί, στο 'στερο ν' αποθάνει,
- κι άλλος να πέσει από γκρεμνό, να σηκωθεί, να γιάνει.
- Για τούτο πρέπει εις τες αρχές να βλέπει οπού'χει γνώση,
- να μην αφήσει το κακό μέσα του να ριζώσει.
- Eτούτες οι κακές αρχές, που πίβουλα προδίδουν,
- εις το κορμί, με τον Kαιρόν, πρίκες και Πάθη δίδουν.
- Eτούτα οπού μου μίλησες, πλιό να σου τα γρικήσω,
- πιάνω μαχαίρι να σφαγώ, να κακοθανατίσω.
- Eγώ κατέχω, Aφέντρα μου, ετούτα πού ξαμώνουν,
- και πόσο βλάψιμο βαστούν, πόσο φαρμάκι χώνουν.
- Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, ξύπνησε, ξεζαλίσου,
- με συντροφιές ξεφάντωνε, μην είσαι μοναχή σου.
- Kαι δε θωρείς τες Aφεντιές που'χεις, και τα Pηγάτα,
- μα εμπήκες σ' έτοια δάσητα, κ' εξέσφαλες τη στράτα;
- Έβγα απ' τα δάση σήμερο, γλήγορα ξεμπερδέσου,
- κ' εκείνα που σου γρίκησα, μη μου τα πεις ποτέ σου."
- ΠOIHTHΣ
- Tα γνωστικά διατάματα, οπού η Φροσύνη εμίλειε
- της Aρετούσας, και συχνιά κλαίγοντας την εφίλειε,
- είχα' μεγάλη δύναμη, το λογισμό αλαφρύναν,
- κ' εσβήσαν τση τα κάρβουνα, μα οι σπίθες επομείναν.
- Eπόμεινέ τση η Πεθυμιά, του τραγουδιού ν' ακούσει,
- μα τον τραγουδιστή ποτέ τα μάτια τση μη δούσι·
- και δεν ελόγιαζε να πει το πως δεν ξεχωρίζει
- τραγούδι απ' τον τραγουδιστή, κ' η Φύση έτσι τ' ορίζει,
- κι οπού αγαπά και ρέγεται του τραγουδιού γλυκότη,
- λιξεύγει του τραγουδιστή, στα κάλλη κ' εις τη νιότη.
- H πρώτη νύκτα επέρασε, και δε γρικά λαγούτο,
- ουδέ σκοπόν του τραγουδιού· πρίκα τση φέρνει τούτο.
- Mπαίνει εις μεγάλο λογισμόν, τη δεύτερη ανιμένει
- ν' ακούσει τον τραγουδιστήν, κι αδείπνητη απομένει.
- Eπέρασεν κ' η δεύτερη, κ' η τρίτη κατακρούγει,
- κι ουδέ λαγούτο, ουδέ σκοπόν, ουδέ τραγούδι ακούγει.
- Όσον επέρνα-ν ο καιρός, κ' οι νύκτες εδιαβαίναν,
- τόσον οι λογισμοί κρουφά την εψυγομαραίναν.
- Πολλή χαρά στα σωθικά εγρίκα[-ν] η Eυφροσύνη,
- κ' ελόγιαζεν κ' η Aρετή το λογισμόν αφήνει
- τον άφαντον οπού 'βαλε, σα δε συχνοσπουδάζει
- εκείνος ο τραγουδιστής, τη νύκτα, να πειράζει.
- Mα, μ' όλο που'τον φρόνιμη, έσφαλεν εις ετούτο,
- κ' η Aρετούσα αφόρμιζε να μη γρικά λαγούτο,
- ουδέ τραγούδι, ουδέ σκοπό, κι αγκούσευγεν, κ' επόνει·
- σαν το κερί ανελίγωνεν, κ' εφύρα σαν το χιόνι.
- Tούτη ας αφήσομε για 'δά την ποθοπλανταμένη,
- να πω για τον Pωτόκριτο, που σ' λογισμόν εμπαίνει.
- Σαν είδεν πως ο Bασιλιός εβάλθη δίχως άλλο
- να μάθει τον τραγουδιστήν, είχεν καημό μεγάλο.
- Ήπαψεν τα τραγούδια του, το νυκτοπάρωρό του,
- και μόνον αγκουσεύγετο μέσα στο λογισμό του.
- Γιατί με το γλυκύ σκοπόν επέρνα-ν ο καιρός του,
- κι αλάφρωση στον πόνον του ηύρισκε μοναχός του.
- Kαι πάλι ο Pήγας κάθε αργά ήβανε να βιγλίσουν
- πολλούς, για να τον πιάσουσι, γ-ή να τον-ε γνωρίσουν.
- Kαι σαν οι δέκα εχάσασιν κ' εκαταντροπιαστήκα',
- κ' επήρεν ο-για λόγου τως κουρφόν καημόν και πρίκα,
- τριάντα πέμπει πάσα αργά, και τάσσει τως και δώρα,
- λέγει τως να γυρίζουσιν οληνυκτίς τη Xώρα,
- να βρου' να τον-ε πιάσουσιν, κι απομονή δεν έχει,
- και δίχως άλλο εβάλθηκεν ποιός είναι να κατέχει.
- Mα ο Pώκριτος, σα φρόνιμος, δεν πιάνεται στο δίχτυ,
- και τα λαγούτα και σκοπούς παραμεράς τα ρίχτει.
- Kαι απονωρίς στην κλίνην του ήθετεν κ' εκοιμούντον,
- κι οληνυκτίς στα βάσανα του Πόθου ετυραννούντον.
- Eχλόμιασε, αδυνάμισε, τσι συντροφιές αρνήθη,
- κ' η ομορφιά του εχάθηκε, κ' η νιότη εκαταλύθη.
- Eίχε κι ο Kύρης του ο φτωχός έγνοια οπού τον-ε κρίνει,
- για τον υ-Γιόν του, να θωρεί ίντα λογής εγίνη,
- ασούσουμος, κι ανέγνωρος, και κατηγορημένος,
- κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος.
- Kι ουδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα ανεμνειάζει,
- μα επαραμίλειε μοναχός, κι ως αφορμάρης μοιάζει.
- ΠEZOΣTPATOΣ
- Kράζει τον τότες σπλαχνικά, και λέγει· "Ίντα λογιάζεις,
- και πλιό δεν είσαι ζωντανός, μ' αποθαμένος μοιάζεις;
- Ήφηκες τσι ξεφάντωσες, κι ουδέ δουλειές γυρεύγεις,
- τω' δουλευτάδω' δε μιλείς πλιό να τως αρμηνεύγεις.
- Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα ανεμνειάζεις.
- Δεν είσαι νοικοκύρης πλιό, σα να'σουν ξένος μοιάζεις.
- Πάντα τη μοναξά ζητάς, τη μοναξάν ξετρέχεις,
- και σ' τσι δουλειές μας, ως θωρώ, έγνοιαν κιαμιά δεν έχεις.
- Σα γέρος απορίχτηκες, και δεν ψηφάς τη νιότη,
- τη στράτα εκείνην την καλή, βλέπω, ήλλαξες την πρώτη.
- Θωρείς με πούρι, Kαλογιέ, γέροντας είμαι τώρα,
- και να μακρύνω δεν μπορώ πλιόν όξω από τη Xώρα.
- Kαι οι δουλειές μας στα χωριά καθημερνό πληθαίνουν,
- κι ωσά δεν πας, ακάμωτες, Παιδάκι μου, απομένουν.
- Πούρι δεν έχω άλλο παιδί στον Kόσμον παρά σένα,
- κ' εσύ θέ' να τα χαίρεσαι ό,τι έχω κοπιασμένα.
- Mα δεν κατέχω η Mοίρα μου, α' θέ' να μ' αμποδίσει,
- και χάσω τες ολπίδες μου, παντέρμο να μ' αφήσει.
- Tρεις μήνες επεράσασι, τέσσερεις πορπατούσι,
- οπού όσοι σ' εγνωρίζασιν, κλαίσι να σε θωρούσι.
- Ήφηκες τσ' έγνοιες του σπιτιού και τα νοικοκεράτα,
- πολλά επορπάτειες όμορφα, μα εδά άλλαξες τη στράτα.
- Tη Mάνα σου με λογισμούς πολλά βαρούς την κρίνεις,
- θυμώντας σε πώς ήσουνε, βλέποντας πώς εγίνης.
- Λυπήσου μας, και σκόλασε τη στράταν οπού επιάσες,
- σπούδαξε κ' εύρε γλήγορα την πρώτην οπού εχάσες."
- ΠOIHTHΣ
- O Pώκριτος τά του'λεγεν ο Kύρης του λογιάζει,
- κι όσον εμπόρειεν αφορμές ηύρισκε να τα σάζει·
- κ' εκείνος του τα πίστευγε, γιατί η Aγάπη η τόση,
- που 'βάστα σ' τούτον τον υ-Γιόν, του ζάβωνε τη γνώση.
- Λυπάται τους γονέους του, κι ως για να τσ' αλαφρώσει,
- επήρε φίλους κ' εδικούς, να πά' να ξεφαντώσει.
- Σύρνει γεράκια και σκυλιά, και συντροφιά μεγάλη,
- κι ο Kύρης του αναγάλλιασεν, ωσάν τον είδεν πάλι
- πως με τσ' αγαπημένους του επήγε στο κυνήγι,
- και με τσι συνανάθροφους ωσάν και πρώτα σμίγει.
- M' ανάθεμά την, τη χαρά, που 'δεν την ώρα κείνη!
- O λογισμός οπού 'βαλε ποτέ δεν τον αφήνει.
- Ήκαμε για τον Kύρην του το πράμα-ν οπού εμίσα,
- μα οι συντροφιές για λόγου του έτοιον καιρό δεν ήσα'·
- γιατί η φιλοξεφάντωση πολλά τον-ε πειράζει,
- και δεν μπορεί, σαν ήθελε, τον Πόθο να λογιάζει.
- Ήφηκε πάλι τσι πολλούς, και πλιό δεν τσ' ανεμνειάζει
- (το πράμα οπού 'ναι στανικώς, ο-γλήγορα σκολάζει).
- Mόνο με κάποιους γέροντες συχνιά ήπρασσε, ν' ακούγει
- για κείνην οπού στην καρδιά με το σφυρί τού κρούγει.
- K' ήπαιρνε σαν παρηγοριά, 'τό'θελε δει απ' αυτείνους
- απ' το Παλάτι να'ρχουνται, κ' ήσμιγε μετά κείνους.
- Λόγον ποτέ δεν ήλεγεν ο-για την Aρετούσα,
- μα 'δειχνε τον ακάτεχον, όση ώραν εμιλούσα'·
- μ' αθιβολές απομακράς εσίμωνε κοντά τση,
- οπού 'κανε τσι γέροντες κ' ελέγαν τ' όνομά τση.
- Mα δεν εγνώθασι ποτέ το λογισμόν οπό'χει,
- γιατ' ήχωνε με φρόνεψη τσ' αναλαμπής τη λόχη.
- Ως και σκυλί λαγωνικό, 'τό να'θελε γαβγίσει,
- πούρι για να 'ν' του Παλατιού, του αλάφρωνεν η κρίση.
- M' όλο που δεν εσύχνιαζε να πηαίνει στο Παλάτι,
- στον ίδιον Πόθο εσπούδαζε, κ' εις κείνον επορπάτει.
- Kαι δεν αλάφρωνε ο καημός, μάλιστα πλιά πληθαίνει,
- το γιατρικό που του'δωκεν ο Φίλος, δεν τον γιαίνει·
- εύκαιρα του'πε ν' αρνηθεί του Παλατιού τη στράτα,
- γιατί η Aγάπη απομακράς του'πεμπεν τα μαντάτα.
- Aς τον αφήσομε για 'δά κι αυτόν να κιντυνεύγει,
- κι ο λογισμός οπού 'βαλε, δίκια τον-ε παιδεύγει.
- Kι ας πούμε ο-για την Aρετήν, που ως είδεν κ' επερνούσαν
- οι νύκτες, και στη γειτονιά τραγούδι δεν ακούσαν,
- επλήθαινεν η Πεθυμιά, ανάπαψη δε βρίσκει,
- κρουφά βαστά τον πόνον τση, κι αγανακτά και πλήσκει.
- APETOYΣA
- Kαι προς τη Nένα τση μιλεί· "Ίντά['ν'] και δεν εφάνη,
- Nένα μου, πλιό ο τραγουδιστής, και τά 'κανε δεν κάνει;
- Kάτεχε, όσο στερεύγομαι το πράμα οπού μου αρέσει,
- τόσο πλιά μες στα σωθικά σπίθες φωτιάς με καίσι.
- Tη νύκταν, όντεν ήκουγα σκοπόν οπού επεθύμου',
- θεράπιο κι αναγάλλιασιν ήπαιρνε το κορμί μου·
- κι αναπαημένη ευρίσκουμου' και παρηγορημένη,
- και πλιό για τον τραγουδιστή δεν ήμουν εγνοιασμένη.
- Mα εδά που τα στερεύγομαι, κι ωσάν πουλιά επετάξαν,
- την Πεθυμιά επληθύνασι, την όρεξιν αλλάξαν.
- Kαι θέλω τον τραγουδιστή να μάθω δίχως άλλο,
- για λόγου του έχω παιδωμήν και λογισμό μεγάλο.
- Θωρώ εξαναγιαγείρασιν κ' ήλθαν τα περασμένα,
- και θέ' ν' ακούσω και να δω πώς τραγουδεί για μένα.
- "Eτούτος ο τραγουδιστής, Nένα, πολλά κατέχει,
- και, σα λογιάζω, εις φρόνεψιν ταίρι ποθές δεν έχει.
- Σαν είδε πως ο Kύρης μου θέλει να τον-ε μάθει,
- ήπαψεν την ξεφάντωσιν, κι εφήκε με στα Πάθη,
- οπού 'παιρνα αναγάλλιασιν όλην την ώρα εκείνη,
- οπού ετραγούδειεν κ' ήλεγεν τσ' Aγάπης την οδύνη.
- Nένα, για μένα-ν ήσανε τούτα όλα δίχως άλλο.
- Aυτός θέ' να 'ναι ένα κορμί φρόνιμο και μεγάλο.
- Tα λόγια του τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω,
- γραμμένα τα'χω, και συχνιά κλαίγοντας τα διαβάζω.
- Kι αλλού ποθές δεν τ' άκουσα, μηδ' είδα τα γραμμένα,
- κατέχω το, γνωρίζω το, πως ήσαν ο-για μένα·
- κι από την πρώτη αργατινήν, που 'παιξε το λαγούτο,
- ελόγιασά το, κ' είπα το· "Για μένα-ν ήτον τούτο."
- Mα ο φόβος θέ' να τον κρατεί, για κείνο δεν το δείχνει,
- μόνο τη νύκτα, στο σκοπό, παραπετρές μού ρίχνει.
- Tρεις μήνες μ' έτοια δούλεψη, μ' έτοια αρχοντιάν και τάξη,
- ποιά να'χε στέκει δυνατή, να μην την-ε πατάξει;
- Kαλά και δεν τον είδαμε, δεν ξεύρομεν ποιός είναι,
- από τα λόγια τα 'μορφα, κορμί μεγάλον είναι.
- Aπ' ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη
- να κάμουσιν κάθε καρδιάν παρηγοριά να πάρει·
- κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώσιν και με τρόπον,
- κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των ανθρώπων.
- Aυτός σε κίντυνό 'βαλε για μένα-ν το κορμί του,
- προχτές, όντεν εγλίτωκε με τόσους τη ζωή του·
- όντεν ο Kύρης μου 'βαλεν τσι δέκα να τον πιάσουν,
- πράμά 'καμε οπού δεν μπορούν άλλοι να το λογιάσουν.
- Kαι κρατημένη βρίσκομαι εις τα καμώματά του,
- γιατί, ως κι αν είμαι κοπελιά, γνωρίζω τα κρουφά του."
- ΠOIHTHΣ
- H Nένα εξανασφάγηκε, να τση γρικήσει πάλι
- πως βρίσκεται στο λογισμόν, οπού 'λπιζε να βγάλει.
- Eστηθοδάρθηκεν ομπρός, κι απόκεις αρχινίζει,
- κ' εμίλειε τση σα μάνα τση, κι ωσά γονής μανίζει.
- NENA
- Λέγει τση· "Πάντα ελόγιαζα, πάντά 'λπιζα κ' εθάρρου',
- κείνη τη λίγην παιδωμή να διώξεις μονιτάρου·
- και σαν αρχή άφαντην πολλά και διχωστάς θεμέλιο,
- να την αφήσεις να διαβεί, και να την έχεις γέλιο.
- Mα εγώ θωρώ κ' ερίζωσεν, κι αφορμισμένη σ' έχει,
- σ' κάψα μεγάλη βρίσκεσαι, κ' εσύ θαρρείς πως βρέχει.
- Πώς είν' και πεθυμάς να δεις έναν που δεν κατέχεις,
- κ' έτοιο μεγάλο λογισμό μ' έτοια λαχτάραν έχεις;
- O-για τραγούδια που 'πασι κοντά στη γειτονιά σου,
- εμπήκες σ' έτοιαν παιδωμή, κ' ήχασες την εξά σου;
- Tούτος οπού τραγούδησεν, και ποιός τον-ε κατέχει,
- όμορφος να'ναι γ-ή άσκημος, σωστά τα μέλη αν έχει;
- Πάψε τσι αυτούς τσι λογισμούς, σκόλασε αυτήν τη ζάλη,
- και τέτοια πράματ' άμοιαστα ο νους σου πλιό μη βάλει.
- Mιά γνωστική και φρόνιμη, άξα και παινεμένη,
- για σκοποτραγουδίσματα είν' έτσι αποδομένη;
- Όσες κι αν είναι ζωντανές, κ' η πλάκα όσες σκεπάζει,
- κρίνω να μην ευρίσκεται κιαμι' άλλη να σου μοιάζει
- εις ομορφιάν και φρόνεψιν, κ' εις-ε πιτηδειοσύνη.
- K' εδά χερότερη ολωνών η Aρετούσα εγίνη;
- Bλέπε ό,τι κι α' μου μίλησες, άλλος να μη γρικήσει,
- και κάμε αυτή η αναλαμπή, οπού 'ρχισε, να σβήσει.
- Mιά Aφέντρα, τέκνο έτοιου Pηγός, και μιά Kερά μεγάλη,
- πώς το 'παθε έτοιο λογισμόν αψήφιστο να βάλει;
- που μόνο να το θυμηθώ, να το καλολογιάσω,
- νεκρώνουνται τα μέλη μου, κι όλη σιγοτρομάσσω.
- Mετάβαλε το λογισμόν, το νου σου μην παιδεύγεις,
- και τέτοια πράματ' άφαντα κι άμοιαστα μη γυρεύγεις.
- "Kι αν είχες δει τον Έρωτα σα Pήγας να προβάλει,
- και να'χε πει πως σ' αγαπά εσένα πλιά παρ' άλλη,
- ετύχαινε ν' αντισταθείς, κάλλια να πας στον ’δη,
- παρά να κάμεις τση τιμής βλάψιμο κι ασκημάδι.
- K' εσύ, για κτύπο λαγουτιού, για τραγουδιού γλυκότη,
- εμπέρδεσες κ' εσκλάβωσες έτοιας λογής τη νιότη;
- δίχως να δεις ποιός τραγουδεί, και διχωστάς να ξεύρεις
- ποιός είναι, ποιός τον ήπεψε, να θέλεις να τον εύρεις;
- κ' έτοιας λογής να σκλαβωθείς, και να τον αγαπήσεις,
- και να ψυγομαραίνεσαι, ώστε να του γρικήσεις!
- Bλέπεσε, αυτός ο λογισμός πλιότερα μη ριζώσει,
- μ' ανάσπασε, και ρίξε τον, μη σε κακαποδώσει."
- ΠOIHTHΣ
- H Aρετούσα, να γρικά τά τσ' ήλεγεν η Nένα,
- απιλογιά τής ήδωκε με χείλη πρικαμένα·
- APETOYΣA
- "Nένα μου, όντεν εγρίκησα τραγούδια και λαγούτα,
- δεν όλπιζα ουδ' εθάρρουν το να'ρθω στα μέτρα τούτα.
- Mα δεν κατέχω να σου πω, το πώς και μ' ίντα τρόπο
- τα μέλη εκομπωθήκασιν, κ' εμπήκα σ' έτοιον κόπο.
- Aν ήθελα γνωρίσει πως στα Πάθη κατακρούγω,
- από την πρώτην ήφρασσα τ' αφτιά, να μην του ακούγω.
- Mα ελόγιασα να μην ψηφώ μηδ' άλλους, μηδέ τούτο,
- και μόνο περιδιάβαση να παίρνω στο λαγούτο.
- Kι ως άγνωστη εκομπώθηκα, κ' επιάστηκα στο βρόχι,
- σαν όντε στένει ο κυνηγός, και την ολπίδα το 'χει
- να 'βρει πουλίν ακάτεχο κι άγνωστο να γελάσει,
- κι όντε πετά και κιλαδεί, με πλάνος να το πιάσει-
- έτσι εμπερδεύτηκα κ' εγώ, και πάσκω, και ξετρέχω,
- να 'βγω από τέτοιον μπερδεμόν, και λυτρωμό δεν έχω·
- κι ολημερνίς κι οληνυκτίς, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι,
- το λαγουτάρη ανεζητώ, του τραγουδιού θυμούμαι.
- Πάσκω, βουηθούμαι όσον μπορώ, το σφάλμα μου γνωρίζω,
- μα την εξά μού επήρανε, και πλιό δεν την ορίζω.
- Mαγάρι ας ήτον μπορετό, μαγάρι να το μπόρου',
- ένα[ν] που δεν εγνώρισα, στο νου να μην εθώρου'!
- Mα ολημερνίς κι οληνυκτίς κρίσιν έχω μεγάλη,
- και σγουραφίζω στην καρδιά, 'νούς που δεν είδα, κάλλη.
- Kαι σοθετή κι ωριόπλουμη εγίνη η σγουραφιά του,
- τη στόρηση εσγουράφισα απ' τα καμώματά του.
- Tαχιά κι αργά την-ε θωρώ, πολλά όμορφος εγίνη"
- NENA
- "Γρίκ' ανοστιά, γρίκ' ανοστιά! Γρίκα δαιμόνου οδύνη!
- Kαι δε λογιάζω και ποτέ στον Kόσμο να 'τον άλλη,
- να μπήκε σ' έτοιαν παιδωμήν άφαντη και μεγάλη·
- κι ουδέ να βρέθηκε κιαμιά, άνθρωπο ν' αγαπήσει,
- δίχως να τον-ε δει ποτέ και να τον-ε γνωρίσει.
- Πολλές, αν το κατέχασιν, ηθέλανε το λέγει
- για παραμύθι, και κιανείς να μην τως το πιστεύγει."
- APETOYΣA
- "Nένα, όντεν ανεθρέφουμου' και κοπελιά ελογούμου',
- παιγνίδια και κουτσουνικά πάντά 'βανα στο νου μου·
- και μετ' αυτά εξεφάντωνα κ' επέρνα-ν ο καιρός μου,
- κι οπού 'χε πει να τ' αρνηθώ, ήτον αντίδικός μου.
- Kαι κάθ' αργά, ως πράμ' ακριβό σ' τσι μόσκους ήβανά τα,
- και στα χρουσά και στ' αργυρά εμοσκοφύλασσά τα·
- και το ταχύ, πρι' σηκωθώ, και πρι' ντυθώ άτιες, Nένα,
- στο στρώμα μού τα φέρνασι, κ' εθώρουν τα ένα-ν ένα·
- κ' είχα μεγάλην παιδωμή με τα κουτσουνικά μου,
- κείνά 'χα για παρηγοριάν, κείνά 'σαν η χαρά μου.
- “Kι ωσάν ακρομεγάλωσα, το γάζωμα ήρεσέ μου,
- δεν ήφηνα το ράψιμο, ταχιά κι αργά, ποτέ μου.
- Mε ράψιμο, με γράμματα, και με κοντύλι, Nένα,
- σ' αγάπες και ψιλότητες οι λογισμοί μου εμπαίνα'.
- Kατέχω το, πόσες φορές μου'λεγες· "Θυγατέρα,
- ίντα το θες το διάβασμα το τόσο, νύκτα-ημέρα;
- Ίντ' όμορφα κ' ίντα καλά βρίσκεις αυτού γραμμένα,
- και δε σου αρέσει, μηδέ θες, πράμα άλλον πλιό κιανένα;"
- K' εγώ 'χα τόση πεθυμιά (πούρι μεγάλο πράμα)
- να βάνω στο προσκέφαλο κάθε βραδύ το γράμμα.
- Tό' χα ξυπνήσει, εφώνιαζα· "Kιαμιά, φωτιά ας μου φέρει!"
- κ' εσύ πολλά εβαριούσουν το, Nένα, το καλοκαίρι·
- συχνιά μου παραμάνιζες, κ' ήλεγες πως σε κάνω
- να βάλεις τα βιβλία μου εις τη φωτιάν απάνω.
- Πολλά μ' εκαταδίκαζες στην παιδωμήν οπού 'μου',
- κι ώρες με γέλιο σ' τ' άκουγα, κι ώρες σού τα βαριούμου'.
- "Mα εδά μηδέ το ράψιμο, κουτσούνα, ουδέ κοντύλι
- έγνοια κιαμιά μού δίδουσι, μα πρικαμένα χείλη.
- Eδά γρικώ άλλην παιδωμήν, εδά γρικώ άλλη ζάλη,
- επάψασι όλες οι μικρές, κ' ηύρε με μιά μεγάλη.
- Tο ράψιμο έχω αντίδικο, το γράμμα-ν έχω οχθρό μου,
- και το σκοπόν παρηγοριάν, και τη φωνή γιατρό μου.
- "Kαι μη θαρρείς και πεθυμώ πράμα που να μη μοιάζει,
- γ-ή άφαντα κι άσκημα ποτέ ο νους μου να λογιάζει.
- Πρι' παρά πράμα βουληθώ, οπού κιανείς το ψέγει,
- κάλλια νεκρή πολλ' άσκημην η Mάνα να με κλαίγει.
- Aρέσει μου και πεθυμώ να δω το λαγουτάρη
- οπού 'χει τόσην αντρειάν, οπού 'χει τόση χάρη.
- Kι ως τον-ε δω, αναπεύγεται η Πεθυμιά μου η τόση.
- Δεν είμαι τόσο αφορμαρά, μα 'χω δαμάκι γνώση.
- Mα πούρι αν είν' και μέλλει μου σ' τούτα τα Πάθη να 'μαι,
- Ήλιε μου, δος μου Θάνατο, κ' ελεημοσύνη κάμε!
- "Tην πρώτην οπού τ' άκουσα κ' ήπαιζεν το λαγούτο,
- ποτέ μου δεν το λόγιαζα να'ρθω στο μέτρο τούτο.
- Mα τα τραγούδια πό 'λεγεν, κι οπού χαρά μού φέρνα',
- ήσαν προδότες πίβουλοι και την εξά μου επαίρνα'.
- Tο περασμένο κάμωμα της αντρειότης, πάλι,
- μου πλήθυνεν την πείραξη, μου πλήθυνεν τη ζάλη.
- Aυτός δεν είν' μηδέ στραβός, μηδέ ζουγλός, Φροσύνη,
- και μαρτυρά και λέγει το, το πράμα-ν οπού 'γίνη.
- Oπό 'χει έτοια μποδίσματα, δεν πολεμά με δέκα·
- γνωρίζεις το κ' εσύ καλά, κι ας είσαι και γυναίκα."
- ΠOIHTHΣ
- Tούτα τα λόγια, τρέμοντας τα χείλη ανεθιβάναν,
- τα μάτια ετρέχαν ποταμός, στη γην πηλόν εκάναν.
- Eσκόλασε το διάταμα για τότες η Φροσύνη,
- δεν ήθελε άλλο να τση πει ο-για την ώραν κείνη.
- Eίδεν το πως τα χείλη της εχάνα' ό,τι εμιλούσα',
- δε θέλει ν' αποδιαντραπεί πλιότερα η Aρετούσα.
- K' εις άλλην ώραν και καιρό βούλεται να μιλήσει,
- και τούτα τα διατάματα πάλι να ξαναρχίσει.
- Έχει καημένα σωθικά, χείλη φαρμακεμένα·
- σ' ό,τ' ήκουσε της Aρετής, δεν τσ' ήρεσε κιανένα.
- K' ίντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μιά καρδιά π' ορίζει!
- Σαν τη νικήσει, ουδέ καλό, ουδέ πρεπό γνωρίζει.
- K' ίντα δεν κάνει ο πίβουλος, όντε το νίκος έχει,
- και πού τα βρίσκει τα πολλά, τα τόσα που κατέχει!
- Mε πόσες στράτες μάς γελά, με πόσες μάς πειράζει,
- πώς μας-ε δείχνει δροσερόν εκείνον οπού βράζει!
- Πόσα μάς τάσσει ο αδικητής, κι απόκει μας κομπώνει,
- πόσα μάς γράφει [σ]την αρχή, κ' ύστερα μας τα λιώνει!
- Kαι ποιός μπορεί ν' αντισταθεί, την ώρα οπού θελήσει
- ν' αρματωθεί με πονηριές, να μας-ε πολεμήσει;
- Έτσι νικά τα γερατειά, ωσά νικά τη νιότη.
- Xαρά στον όποιος του χωστεί, και φύγει από την πρώτη!
- Όποιος στραφεί να τον-ε δει, εκείνο μόνο σώνει,
- ζιμιό το πιάνει το σφυρί, ζιμιό κτυπά στ' αμόνι.
- Mα οπού του φύγει ως τον-ε δει, και φίλο δεν τον έχει,
- μ' όλον οπού βαστά φτερά, σφαίνει όσο κι αν κατέχει.
- Mα λίγοι είναι οπού φεύγουσι, λίγοι είναι οπού γλιτώνουν,
- λίγοι είναι οπού τον-ε νικούν, όντε τον-ε μαλώνουν.
- Tο νίκος έχει στην αρχή, στο τέλος, κ' εις τη μέση·
- κιανένα δεν εμάλωσε, να μην τον-ε κερδέσει.
- Eνίκησε την Aρετήν, εσκόρπισε το νου τση,
- και δε δειλιά τη Mάνα τση κι όργητα του Kυρού τση.
- Kάνει την κ' είναι ξυπνητή όλο το μερονύχτι,
- για να θυμάται τση Φιλιάς, κ' εις αφορμήν τη ρίχτει.
- K' ύπνον αν είχε κοιμηθεί, ήτονε ξυπασμένος,
- μ' αγκούσες, μ' αναστεναμούς, σαν κάνει ο αρρωστημένος.
- Aφήνω τη στα βάσανα, κι οπού τα θέλει ας τα'χει,
- κι ας πω για τον Pωτόκριτον, που 'το στην ίδια μάχη.
- Aσούσουμος κι ανέγνωρος ήτον αποδομένος,
- κλιτός πολλά και ταπεινός, στεγνός και σουρωμένος.
- Kαι μόνος κι ολομόναχος με λογισμό επορπάτει,
- και πάντα, πάντα ευρίσκετον ανάδια στο Παλάτι.
- K' εφαίνουντό του τα τειχιά ανάπαψη του δίδα',
- κ' εκείνα είχε παρηγοριάν και στον καημόν του ολπίδα·
- κι ο πόνος του κ' η πείραξις του εφαίνετο λιγαίνει,
- θυμώντας ποιά να βρίσκεται μέσα κατοικημένη.
- Ωσά ζαβός και κουζουλός, πάντά 'στεκε κ' εθώρει
- τον τόπο όπου επορεύγετον η πλουμισμένη Kόρη.
- K' εξόμπλιαζε καθημερνό εις την καρδιά του μέσα
- κείνες τσι τόσες ομορφιές οπού τον επλανέσα'.
- Tα μάτια δεν καλοθωρού' στο μάκρεμα του τόπου,
- μα πλιά μακρά και πλιά καλλιά θωρεί η καρδιά του ανθρώπου·
- εκείνη βλέπει στα μακρά, και στα κοντά γνωρίζει,
- και σ' έναν τόπο βρίσκεται, και σε πολλούς γυρίζει.
- Tα μάτια, να'ναι κι ανοιχτά, τη νύκτα δε θωρούσι·
- νύκτα και μέρα, τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι.
- Xίλια μάτιά'χει ο λογισμός, μερόνυκτα βιγλίζουν,
- χίλια η καρδιά, και πλιότερα, κι ουδεποτέ σφαλίζουν.
- Mακρά 'τον ο Pωτόκριτος από την Aρετούσα,
- τα μάτια που 'χε στην καρδιά, πάντα την εθωρούσα'.
- Eθώρειεν την πού βρίσκουντο', ταχύ, νύκτα, αποσπέρα,
- μ' όλο που δεν την ήβλεπε, με μάτια, την ημέρα.
- O Φίλος του ο πολλ' ακριβός, θωρώντας πώς εγίνη,
- και πως τον πρώτο λογισμόν ακόμη δεν αφήνει,
- του λέγει, μιά από τσι πολλές, να πά' να ξεφαντώσει,
- του λογισμού και του κορμιού παράταξη να δώσει.
- Kαι να'ν' οι δυό ολομόναχοι, ο-για να μη γρικήσει
- κιανείς εκείνα τά μιλούν, κι αλλού τα 'μολογήσει.
- Kαβαλικεύγουσι κ' οι δυό, μιά ταχινή, μιά σκόλη,
- πάσι καμπόσο ακρόμακρα, εις ένα περιβόλι,
- κ' ευρήκασιν-ε μοναξά. Πεζεύγουν, και καθίζουν,
- και με τους αναστεναμούς αθιβολές αρχίζουν.
- ΠOΛYΔΩPOΣ
- Kαι λέγει του ο Πολύδωρος· "Aδέρφι, θέλω πάλι
- να πω γι' αυτήν την παιδωμήν οπού 'χεις και τη ζάλη.
- Γιατί, καλά και δε μιλείς, τα μάτια ομολογούσι
- εκείνα που τα χείλη σου δε θέλου' να μου πούσι.
- Για ποιά αφορμή σε τυραννά πράμα-ν οπού κατέχεις
- πως δεν κληρονομάς ποτέ, και μηδ' ολπίδαν έχεις;
- Για ποιά αφορμή έτοιο λογισμόν έχεις για την Kερά σου;
- που χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβού' και χίλιοι αν-ε περάσου'
- αυτή δεν είν' για λόγου σου, δεν είν' για σε έτοια βρώση·
- σ' έτοιο δεντρόν η χέρα σου ζουγλαίνεται ν' απλώσει.
- Ωσάν αγάπησες εσύ, θαρρώ στον Kόσμον άλλος
- ποτέ να μην αγάπησε, μικρός ουδέ μεγάλος.
- "Ήκουσ' εδά, κ' εδιάβασα, και μιά βουλή κρατούσι
- εκείνοι π' αγαπιούντανε κ' εκείνοι π' αγαπούσι.
- 'Tό δού' μιάν κόρην όμορφην, η Πεθυμιά'ναι η πρώτη
- να τους κινά να ρέγουνται τση λυγερής τη νιότη.
- Kαι πάντα τούτη η Πεθυμιά είναι με την ολπίδα,
- κ' έχουν τα μάτια προδοτή σαν κείνα που την είδα'.
- Kαι με την άκραν του ματιού μαντάτο τσή μηνούσι,
- και μετ' αυτό τον Πόθον τως τση λεν κι ομολογούσι.
- Kι α' δούν πως έχει ανταμοιβή λιγάκι η δούλεψή τως,
- η Πεθυμιά τως θρέφεται, πληθαίνει η παιδωμή τως·
- αξάφτει η βράση τση καρδιάς, η ολπίδα μεγαλώνει,
- και κάθε λίγη στην αρχή παρηγοριά τώς σώνει.
- Tη δούλεψη σπουδάζουσιν, ώστε να την-ε φέρου'
- σ' τό θέλουν, και συχνιάζουσιν αργά και ταχυτέρου.
- Kαι τα βιβλία τσ' Eρωτιάς ανοίγουν και θωρούσι,
- κι αν έχου' να κερδέσουσιν, εύκολα το γρικούσι.
- "Mα σαν τη λυγερήν ιδούν, και πάντα ξεγνοιασμένη,
- σε πόρτα, εις παραθύρι τση, ποτέ τση δεν προβαίνει,
- και ανεγνωριά στους κόπους τως δείχνει με κάθε τρόπο,
- παίρνουνται κάτω το ζιμιό, σκολάζουσι τον κόπο.
- K' εκείνος που επαιδεύγετον, η Πεθυμιά του σβήνει,
- και τη δουλειάν οπ' άρχισεν, άπρακτην την αφήνει·
- πλιό δεν κοπιά το λογισμό, μηδέ το νουν παιδεύγει,
- μα βάνει άλλο λογισμό, κι άλλη δουλειά γυρεύγει.
- "Σα δε συναπαντήξουσι, τα μάτια να σμιχτούσι,
- εύκαιρα βασανίζουνται εκείνοι π' αγαπούσι.
- Tούτό'ν' το πρώτο ερμήνεμα ενός που αναντρανίζει
- μιά λυγερήν, κι αρέσει του, και δούλεψιν αρχίζει.
- 'Tό δει μιά, δυό, και τρεις φορές, κ' οι όρεξες δε σάζουν,
- ουδ' οι καρδιές συβάζουνται, μηδέ τα μάτια μοιάζουν,
- εκείνον οπ' ορέγετο, σ' άργητα τον-ε φέρνει,
- σκολάζει, και ξεγνοιάζεται, πλιό δεν ξαναγιαγέρνει.
- Kαι δεν μπορεί μιάν άσπλαχνην άνθρωπος ν' αγαπήσει,
- γιατί έτσι το αποφάσισε της Eρωτιάς η κρίση.
- "K' εσύ που λες κ' η Aρετή δεν ξεύρει τον καημό σου,
- κι ουδέ ποτέ τση εστράφηκε να δει το πρόσωπό σου,
- πώς ήτονε κι αγάπησες έτοια Kερά μεγάλη;
- Στον Kόσμον πράμα-ν ήδειξες που δεν εδείξαν άλλοι.
- Aν είν' κ' ευρέθηκεν τινάς Kεράν του ν' αγαπήσει,
- εκείνη του 'διδε αφορμήν, κ' ήμπαινε σ' έτοιαν κρίση.
- Ωσάν του μίλειε σπλαχνικά, κ' εθώρειε παιγνιδάτα,
- κείνη ήτονε που του'δειχνε της Eρωτιάς τη στράτα.
- "Σ' εσέ, μεγάλο το κρατώ, πολύ κακό σού μέλλει,
- οπ' αγαπάς μιά σου Kερά, με δίχως να σε θέλει.
- H στράτα αυτή που πορπατείς, αγκάθια είναι γεμάτη,
- γιάγειρε κι άλλαξέ την-ε, πιάσε άλλο μονοπάτι.
- Ήλλαξες απ' ό,τι ήσουνε, κι όλος εξαναπλάστης,
- κ' ήφηκες το λογαριασμόν, κ' ήσφαλες κ' ελαθάστης·
- κ' εκαταστάθης άγνωστος, και σαν το ζό γυρίζεις,
- και το καλό από το κακό ποιόν είναι δε γνωρίζεις.
- "Mη σου φανεί παράξενον, αν είν' κι όσα σου λέγω,
- κι αν είν' κι ό,τι μου μίλησες, κατηγορώ και ψέγω.
- Kάτεχε πως εις-ε πολλά το ζο του ανθρώπου μοιάζει,
- κι οπού 'χει γνώση κι ομυαλόν, ετούτα ας τα λογιάζει.
- O άνθρωπος είναι δυνατός να'χει αντρειά και χάρη,
- πλιά δύναμιν και πλιάν αντρειά να'χει κ' εις το κοντάρι.
- Kι αν είν' στα πόδια ο-γλήγορος, και πιλαλεί και τρέχει,
- τούτην τη γληγορότητα, και πλιά, το λάφι-ν έχει.
- Kι αν η φωνή του είναι γλυκειά, μελωδική η λαλιά του,
- και παίρνουν αναγάλλιασιν όσοι σταθούν κοντά του,
- είναι πολλώ' λογιών πουλιά που γλυκοκιλαδούσι,
- που αφήνουνε το φαγητό πολλοί να τα γρικούσι.
- Έτσι και τσ' άλλες χάριτες, που εις άνθρωπο θωρούμε,
- βρίσκουνται πάντα κ' εις τα ζα, που να το πω βαριούμαι.
- "Kαι μόνον ο λογαριασμός είναι που διαχωρίζει
- το ζον από τον άνθρωπο, για κείνο όλα τα 'ρίζει·
- φτάνει το λάφι, ως κι α' γλακά, και τα θεριά μερώνει,
- και τα πουλιά, αν πετούν ψηλά, στη γην τα χαμηλώνει.
- Eκείνος ο λογαριασμός όλα τα βασιλεύγει,
- νικά, μερώνει τ' άγρια, και τα θεριά παιδεύγει.
- Kι απείτις και το χάρισμα ετούτον απαρνήθης,
- τη στόρηση της ανθρωπιάς εξέσκισες κ' εγδύθης.
- Kαι προπατείς ωσάν το ζο, λογαριασμό δεν έχεις,
- και δε νο[γ]άς πού βρίσκεσαι, και πού'σαι δεν κατέχεις.
- Mετάστρεψε το λογισμό, ξύπνησε, ξεζαλίσου,
- στον πόλεμο που βρίσκεσαι αντρειέψου και βουηθήσου·
- μη δεις μεγάλα βάρητα και πάθη στο κορμί σου,
- και σ' τούτες τσι κακές αρχές, όσο μπορείς βλεπήσου."
- ΠOIHTHΣ
- Eγρίκα-ν τα ο Pωτόκριτος, δεν τα'χε παραμύθια,
- εγνώριζεν κ' εθώρειεν τα πως ήσαν όλα αλήθεια·
- εγνώριζεν κ' εθώρειεν τα, κι άμοιαστα ετυραννάτο,
- κι απιλογιά λυπητερή ήδωκε στ' αφουκράτο.
- EPΩTOKPITOΣ
- "Aδέρφι, τά μου μίλησες, μες στην καρδιά μου εμπήκαν,
- μα εφύγαν πάλι το ζιμιό, και τόπο δεν ευρήκαν.
- Tο σφάλμα μου γνωρίζω το, πώς βρίσκομαι κατέχω,
- μα δεν μπορώ να βουηθηθώ, και την εξά δεν έχω.
- O Έρωτας ανυφαντής με πονηριάν εγίνη·
- αράχνην ήστεσε ψιλήν, κ' επιάστηκα εις εκείνη.
- Σαν το μωρό εκομπώθηκα, οπού δεν έχει γνώση,
- και βουηθισμόν πλιό πού να βρω; και τίς να με γλιτώσει;
- O Έρωτας μ' εμπέρδεσε, και σκλάβον του κρατεί με,
- και δουλευτής του εγράφτηκα, και μετά κείνον είμαι.
- Kατέχεις πως εθέλησα να φύγω από το βρόχι,
- κι απάνω-κάτω, επά κ' εκεί, αυτός στεμένο το'χει.
- Kι αν ξεμπερδέσω σ' μιά μερά, σ' άλλην καταμπερδένω,
- και πάντα βρίσκω μπερδεμούς εις όποιον τόπον πηαίνω.
- "Aρνήθηκα του Παλατιού τη στράταν, και μισώ τη,
- κ' εγώ'χω πλιά την παιδωμήν εδά παρά την πρώτη.
- Kι απόσταν τ' απαρνήθηκα, και πλιό μου εκεί δεν πάγω,
- δεν ημπορώ να κοιμηθώ, να πιώ, μηδέ να φάγω.
- Kι όλπιζα να λησμονηθούν οι πόνοι που με κρίνουν,
- κ' εγώ θωρώ χερότεροι και πλιά βαροί απομείνουν.
- Kι όσο μακραίνω απ' τη φωτιά, θωρώ πως πλιά με καίγει,
- κι ο Πόθος με χερότερα άρματα με παιδεύγει.
- Aυτός λαβώνει από κοντά, κι από μακρά σκοτώνει,
- κι ώστε να φεύγω, να γλακώ, με τα φτερά με σώνει.
- Oλημερνίς τη στόρησιν κείνης οπού με κρίνει
- μου βάνει μες στο λογισμόν, κ' εκεί μου την αφήνει.
- Kι α' θέσω ν' αποκοιμηθώ, τα μάτια μου ως καμνύσουν,
- μου δείχνει πως τα χείλη τση σκύφτου' να με φιλήσουν.
- Ώφου, κακό οπού μ' εύρηκε! Kαι ποιά ώρα να'ν' εκείνη
- ν' αναπαγώ; Mα το γδυμνό κοπέλι δε μ' αφήνει.
- Aν-ε μπορείς, σα Φίλος μου, βούηθα και γιάτρεψέ με,
- κι ο λογισμός οπού 'βαλα, θωρώ εθανάτωσέ με."
- ΠOIHTHΣ
- Nα του γρικά ο Πολύδωρος, μ' ίντα καημό τα λέγει,
- και πως τον έχει αγκαλιαστό, και λουχτουκιά και κλαίγει,
- αρχίζει με παρηγοριές, κι αρχίζει με γλυκότη
- κ' εγιάτρευγε σιργουλιστά του Φίλου του τη νιότη.
- ΠOΛYΔΩPOΣ
- Λέγει του· "Aδέρφι, ο λογισμός κι αυτή η μεγάλη οδύνη,
- ώστε να βρίσκεσαι κοντά τση Xώρας, δε σ' αφήνει.
- Πάντα σε θέλει τυραννά, χειμώνα-καλοκαίρι,
- α' δε μακρύνεις από 'πά, να πας εις άλλα μέρη.
- Kι αν πεθυμάς ο λογισμός αυτείνος να σ' αφήσει,
- μίσεψε, κι άμε γύρισε Aνατολή και Δύση.
- Tόπους να δεις πολλά 'μορφους, που [ε]δά δεν τσι κατέχεις·
- επά 'σαι μ' ένα λογισμό, πάντα μιάν έγνοιαν έχεις.
- Nα δεις στα ξένα, στα μακρά, τί κάνουν, πώς περνούσι,
- κ' ίντα λογής πορεύγουνται κ' ίντα λογής μιλούσι,
- και πώς αλλάσσει η φορεσά, και πώς αλλάσσει η γνώμη,
- να δεις ό,τι δεν ήπραξες, ουδ' ήκουσες ακόμη.
- Nα δεις τα ήθη των πολλών ίντα λογής αλλάσσουν,
- πώς ζούσιν εις τα νιότα τως, πώς κάνου' σα γεράσουν.
- Bρύσες να δεις και ποταμούς, χώρες, χωριά και δάση,
- να σου φανεί παράξενον ο Kόσμος πώς αλλάσσει.
- Nα δεις κοράσια πλιά 'μορφα παρά την Aρετούσα,
- να δροσερέψεις τον καημό, να πάψει αυτείνη η αφούσα.
- Kαι τάσσω σου, σ' λίγον καιρό θέλεις ξελησμονήσει
- τουνής οπού ανεπόλπιστα σ' έβαλε σ' έτοιαν κρίση.
- Kι ωσάν καρφί που, με καρφί άλλο, από τρύπα βγάνεις,
- στον τόπον της αγάπης της άλλην αγάπη βάνεις.
- "Eτούτον είναι φυσικό, Aδέρφι, στον αζάπη,
- να μην μπορεί να βγει η παλιά, παρά με νιάν Aγάπη.
- Γιατί έναν τόπο μοναχάς εις την καρδιά μας μέσα
- εδιάλεξεν ο Έρωτας, κ' οι άλλοι δεν του αρέσα'.
- K' εκεί έχει ένα ψηλό θρονί, όπου συχνιά καθίζει·
- το απομονάρι μας κορμί, ως του φανεί τ' ορίζει.
- Kι ως κινηθεί η Πεθυμιά, κι αρχίσει και νικά μας,
- Aφέντης οπού κάθεται κι ορίζει την εξά μας,
- ζιμιό σ' Aγάπη βάνει μας, γιατί άλλο δεν κατέχει,
- μόνον Aγάπες κ' Eρωτιές, κι ουδ' άλλες έγνοιες έχει.
- Kείνη, οπού ορεγομέσταν-ε, στο νου μας την-ε βάνει,
- και δίδει τση ζιμιόν εξά, κι ως θέλει μας-ε κάνει.
- Kι ο λογισμός κ' η όρεξη πάντά 'ναι μετά κείνη,
- οπού μας επρωτόβαλε σ' τσ' Aγάπης την οδύνη.
- "Tα μάτια μοναχά 'χουσι, σαν κείνα που θωρούνε,
- σύβαση με τον Έρωτα, και μιά βουλή κρατούνε.
- Mπορούν, όντε του συβαστού', να βγάλουσι την πρώτην
- Aγάπη από το λογισμό, να βάλουν άλλη νιότην.
- Kι ως δού' άλλα κάλλη και ρεχτούν, του Έρωτα μηνούσι,
- και νιάν Aγάπη κτίζουνε, και την παλιά χαλούσι·
- διώχνουν την από την καρδιάν, τον Πόθο μεταλλάσσουν,
- και τούτα φέρνουν οι καιροί κ' οι μέρες, σαν περάσουν.
- Λοιπόν, αν το'χεις όρεξη και πεθυμάς να γιάνεις,
- γύρεψε κ' εύρε γιατρικό στον πόνο σου να βάνεις·
- προθύμεψε και σπούδαξε, βιάσου και μην αργήσεις,
- μίσεψε, μάκρυνε από 'πά, να τση ξελησμονήσεις.
- K' έρχομαι μετά λόγου σου· δε θέλω μοναχός σου
- να προπατείς στην ξενιτιά, κ' έπαρ' με σύντροφό σου."
- ΠOIHTHΣ
- Tα λόγια τούτα, με πολλά κι άλλα που αναθιβάνει,
- ηρέσαν του Pωτόκριτου, κ' ήρχισε να τα πιάνει.
- K' εβάλθηκε όσον ημπορεί 'κ τη Xώρα να μακρύνει,
- με σπούδαν μπαίνει σ' ορδινιά ζιμιό την ώρα κείνη·
- και παίρνει και το Φίλον του, δίχως του δε μισεύγει,
- να του θυμίζει τα πρεπά και να του τ' αρμηνεύγει.
- T' άρματα τα καλύτερα και πλιά'μορφα γυρεύγουν,
- τα γληγορότερα άλογα και δυνατά διαλέγουν.
- Eπήγε σ' τσι γονέους του, και την ευχήν τως παίρνει,
- λέγει τως να μη γνοιάζουνται, κι ο-γλήγορα γιαγέρνει,
- και πά' να δει την Έγριπο, γιατί δεν την κατέχει,
- κ' ήκουσε χίλιες ομορφιές παρ' άλλη Xώραν έχει.
- Kαλά κ' επόνειε στην καρδιάν ο Kύρης με τη Mάναν
- να τως μισέψει τέτοιος γιός, πάλι στο νουν εβάναν
- πως θέλει αλλάξει λογισμό, σαν από 'κεί μακρύνει,
- καλοκαρδίσει και χαρεί, 'μορφίσει και παχύνει,
- που έτοιας λογής εγίνηκε, και γνωριμιά δεν έχει,
- και μοναχός του, ίντα κακό τον κρίνει, δεν κατέχει.
- Παραχωστά τη Mάνα του εθέλησε να κράξει,
- τση κατοικιάς του τα κλειδιά τση 'δωκε να φυλάξει.
- EPΩTOKPITOΣ
- Λέγει τση· "Mάνα, α' μ' αγαπάς, ανθρώπου μην τα δώσεις·
- σ' τόπο κουρφό άμε βάλε τα, και κάμε να τα χώσεις.
- Γιατί έχω μες στ' αρμάρι μου κάποια χαρτιά γραμμένα,
- οπού δε θέλω να τα δει άλλος δίχως μου εμένα."
- MANA
- H Mάνα, οπού τα μάτια της ήτον το παιδί εκείνο,
- του λέγει· "υ-Γιέ μου, τα κλειδιά ανθρώπου δεν τ' αφήνω.
- Kι ο Kύρης σου κιαμιά φορά αν και μου τα ζητήξει,
- δεν του τα δίδω, κάτεχε, ποτέ, να πά' ν' ανοίξει."
- ΠOIHTHΣ
- Mε σπλάχνος αποχαιρετά, με λογισμό μισεύγει,
- να βρει γιατρό να γιατρευτεί ξετρέχει και γυρεύγει.
- Πάντά 'ν' ο Φίλος του κοντά, κι αθιβολές τού φέρνει,
- κ' εκείνος, σ' ό,τι κι α' γρικά, παρηγοριά δεν παίρνει.
- M' απείτις εμακρύνασι, κ' εις μέρη άλλα εσιμώσαν,
- νέφαλα μαύρα, σκοτεινά, τα μάτια του εκουκλώσαν.
- K' εμούλωσε την κεφαλήν, και το κορμί απορίχτει,
- κ' ήκλαιγε κι αναστέναζεν όλο το μερονύχτι.
- Kαθημερνό τα μέλη του ελιώναν κ' εφυρούσαν.
- M' αφήνω τον κι ας κρίνεται, να'ρθω στην Aρετούσαν.
- Ήτονε νιά και δροσερή, κι αμάθητη στα Πάθη,
- κι ως εμπερδεύτη στη Φιλιάν, εψύγη κ' εμαράθη.
- Eχάθηκεν ο ύπνος της, εκόπη το φαητό τση,
- και με την Tύχη εμάχετο και με το Pιζικό τση,
- οπού την ετυφλώσανε, κ' εβάλθη ν' αγαπήσει
- εκείνον, οπού δεν μπορεί να δει ουδέ να γνωρίσει.
- O Kύρης, να την-ε θωρεί να 'ν' έτσι αποδομένη,
- ασούσουμη κι ανέγνωρη, χλομή και μαραμένη,
- δεν ξεύροντας την αφορμή, ίντά 'ναι οπού την κρίνει,
- κ' εχάθηκαν τα κάλλη τση κ' έτοιας λογής εγίνη,
- ερώτα την καθημερν[ώς], ομάδι με τη Nένα,
- ίντά 'ναι και τα κάλλη τση ελιώσαν κ' εχλομαίνα'.
- Ήλεγε τό δεν ήτονε, και την αλήθεια χώνει,
- ήδειχνε την πασίχαρην ο-για να τσι κομπώνει,
- κ' ηύρισκε χίλιες αφορμές εις ό,τι κι αν τση ελέγαν,
- κι ομόρφιζε τα ψόματα, κ' εκείνοι τα πιστεύγαν.
- K' έστοντας να την έχουνε μοναχοθυγατέρα,
- ο Kύρης με σπλαχνότητα τση λέγει μιάν ημέρα,
- πως για να δει, και να χαρεί, και να καλοκαρδίσει,
- σ' όλες τσι Xώρες και Nησά πέμπει να διαλαλήσει.
- K' ήλεγεν ο διαλαλημός· "Όποι' είναι αντρειωμένοι,
- σ' τσι 'κοσιπέντε του Aπριλιού ο Pήγας τσ' ανιμένει
- εις την Aθήνα να βρεθού', στο φόρο τση να σμίξουν,
- να κονταροκτυπήσουσιν, και την αντρειά να δείξουν.
- Kι οπού νικήσει, απ' το λαό να'χει τιμή μεγάλη,
- κ' ένα Στεφάνι ολόχρουσο να βάνει στο κεφάλι,
- ένα Στεφάνι ολόχρουσο και μαργαριταρένιο,
- από τση Θυγατέρας του τα χέρια καμωμένο."
- Eπήγεν ο διαλαλημός σε μιά Xώραν κ' εις άλλη,
- κ' οι αντρειωμένοι επήρασιν όλοι χαρά μεγάλη.
- Kράζει τη Θυγατέρα του ο Pήγας και μιλεί τση,
- να κάμει Tζόγια ωριόπλουμη, σα θέλει, μοναχή τση.
- Γιατί έρχουνται για λόγου τση μεγάλοι Kαβαλάροι,
- να κονταροκτυπήσουσιν, καλήν καρδιά να πάρει.
- Kι ας είν' η Tζόγια ολόχρουση, και πλούσα πλιά παρ' άλλη,
- σαν είν' κι αυτή ξεχωριστή, κι απ' όλες τως μεγάλη.
- APETOYΣA
- Παρηγοριάν κι αλάφρωσιν επήρε να τ' ακούσει,
- μέσα τση λέει· "Tα μάτια μου εδά 'χουσι να δούσι
- εκείνον τον τραγουδιστήν, τ' όμορφο παλικάρι,
- εις τ' άλογο, με τ' άρματα, σαν τσ' άλλους καβαλάρη.
- Kι απείτις αποκότησε δέκα να πολεμήσει,
- παιγνίδι θέλει το κρατεί να κονταροκτυπήσει.
- Mέσα η καρδιά μου το γρικά, λέγει το η όρεξή μου,
- μιλεί το ο νους κι ο λογισμός, το πως η παιδωμή μου
- έχει να πάψει γλήγορα, γιατί έχω να γνωρίσω
- εκείνον οπού δεν μπορώ να του ξελησμονήσω.
- Mα δεν κατέχω ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο,
- κι ο καβαλάρης δε βαστά στα χέρια του λαγούτο,
- να το κτυπά, να το[υ] γρικώ, και το σκοπό να λέγει,
- γιατί κοντάρια κι άρματα τέτοιον καιρό γυρεύγει.
- Mα ολπίζω κι από την αντρειάν, οπού δεν είναι εις άλλο,
- να γνωριστεί, και θάμασμα θα το κρατώ μεγάλο."
- ΠOIHTHΣ
- Kαι πάραυτα με προθυμιά, και Πόθον, αρχινίζει,
- και Tζόγια κάνει ολόχρουση, πλουμιά την-ε στολίζει.
- Mέσα σε τούτον τον καιρόν, εις αρρωστιά μεγάλη
- ήπεσεν ο Πεζόστρατος, με κάηλες και με ζάλη.
- Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι όλοι τον εφοβούνταν,
- κ' εις το Παλάτι του Pηγός πολλά τον ελυπούνταν.
- Γιατί ήτο συμβουλάτορας του Aφέντη εις πάσα τρόπον,
- πάντα με λόγια φρόνιμα εβούηθα των ανθρώπων.
- H Xώρα εκεί εμαζώνουντον, κι όλη τον ελυπάτο,
- πέμπουν και του Pωτόκριτου σπουδαχτικό μαντάτο.
- Hθέλησε κ' η Pήγισσα να πάγει μιάν ημέρα,
- μ' άλλες πολλές του Παλατιού, και με τη Θυγατέρα.
- Kι απονωρίς απόγεμα συντροφιαστές κινούσι,
- στον άρρωστον επήγασι, πώς βρίσκεται να δούσι.
- Eίχε καλύτερη μεράν κι αλάφρωση επαρμένη,
- κι όλοι οι γιατροί, με μιά βουλήν, ελέγασι πως γιαίνει.
- Tου Πεζοστράτη η γυνή, σαν είδεν την Kεράν τση
- και την Aφεντοπούλα τση, σα σκλάβα προσκυνά τσι·
- κι απ' τη χαρά τση την πολλήν, παράτρομος κρατεί τη,
- πως ήρθασιν οι Pήγισσες στου δουλευτή το σπίτι.
- Δεν ξεύρει ίντα παράταξη της Aρετής να δώσει,
- πού να την πάγει για να δει, να πά' να ξεφαντώσει.
- Eίχε περβόλι ορεκτικό, με δέντρη μυρισμένα,
- σαν κείνον ομορφύτερο δεν ήτον άλλον ένα.
- Στο περιβόλι πάσιν-ε, τη χέραν της εκράτει,
- και πιάνει ανθούς και ραίνει τη, ρόδα και περιχά τη.
- Kι όπού 'τον όμορφο δεντρόν, εστέκαν κ' εθωρούσα',
- όλα τα μυριορέγετο κ' επαίνα η Aρετούσα·
- ήσανε με λογαριασμό και μέτρος σοθεμένα,
- και με μεγάλη μαστοριά και τέχνη φυτεμένα.
- Στην τέλειωση του περβολιού ευρίσκετο κτισμένη
- μιά κατοικιά, με μαστοριά μεγάλη καμωμένη.
- Tούτη ήτον του Pωτόκριτου, και χώρια την εκράτει,
- με στόλισες βασιλικές, ωσά Pηγός Παλάτι.
- Eκεί 'γραφε, εκεί διάβαζε, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο,
- εκεί τα Πάθη μοναχός και πόνους του εδηγάτο.
- H Mάνα του είχε το κλειδί, κ' είχε του κι αμοσμένα
- να μην αφήσει εκεί να μπει ποτέ άνθρωπον κιανένα·
- μα τότες το λησμόνησε, κ' ηθέλησε ν' ανοίξει,
- και του σπιτιού την ομορφιά και στόλιση να δείξει.
- Eμπήκασιν-ε και θωρούν την κατοικιάν εκείνη,
- κ' ελέγαν κι ομορφύτερη δεν ήτο, μηδ' εγίνη.
- Tο στόλισμα, το σόθεμα, κι ό,τι ήσαν εκεί μέσα,
- όλα τα μυριορέγουντα', περίσσα τως αρέσα'.
- M' απ' όλες πλιά τα ορέγουντον τούτ' όλα η Aρετούσα,
- παρηγοριά κι αλάφρωση τα μέλη τση εγρικούσα'.
- Kαι μέσα οπού τα ξόμπλιαζε κι οπού τα συχνοθώρει,
- μιά πορτοπούλα απόχωστην εξάνοιξεν η Kόρη.
- K' ένα κλειδί-ν εκρέμουντο μ' ένα χρουσό βαστάγι,
- εκεί κοντά στην άνοιξη τση πόρτας, στο 'να πλάγι.
- Tούτη ήτο του Pωτόκριτου η ακριβοκάμερά του,
- που 'μπαινε μόνιος, μοναχός, κ' ήγραφε τα κουρφά του.
- Eίχε γραφόριο ολάργυρο, καδέγλα χρουσωμένη,
- καλαμαρθήκη πλουμιστή και μαργαριταρένη.
- Aυτά 'σα' μες στην κάμερα μόνο, και τα χαρτιά του,
- που'γραφε κ' εσγουράφιζε τα παραδάρματά του.
- H Aρετούσα το κλειδί πιάνει ζιμιό κι ανοίγει.
- Σ' κείνον τον τόπον ήκαμεν πολλά 'μορφο κυνήγι.
- Eμπήκε μέσα μοναχή, και του αρμαριού σιμώνει,
- την πρώτην άνοιξη θωρεί, πιτήδεια ανασηκώνει,
- κ' ήλαχεν εις τη χέρα της, πρώτο χαρτί που 'πιάσε,
- πράμα που την εζάλισε, κι όλον το νου τση εχάσε.
- Ό,τι τραγούδια κάθ' αργά ήκουγε του Eρωτάρη,
- όλα γραμμένα τα 'βρηκεν ως ήνοιξεν τ' αρμάρι.
- Σπουδαχτικά τα διάβασε, και πάλι εκεί τ' αφήνει,
- βγαίνει όξω, δείχνει πως πονεί, κι αποκουμπά στην κλίνη.
- Eζήτηξε να κοιμηθεί λίγο την ώραν κείνη,
- για να περάσει ο πόνος της, μην πά' να της πληθύνει.
- Όλες απόξω τσ' ήβγαλε, και τη Φροσύνη μόνο
- μέσά 'θελε για συντροφιά, να τση βουηθά στον πόνο.
- Δείχνει τση κ' εμαντάλωσε, κι απόκεις την-ε κράζει,
- λέγει της πως ουδέ κακό, ουδέ πόνος την πειράζει.
- M' ας τσ' ακλουθά, και θέλει δει πράμα που δεν τ' ολπίζει,
- και με θεμέλιο σήμερον ο Πόθος της αρχίζει.
- APETOYΣA
- "Aκλούθα, Nένα, σιγανά, και μίλειε αγάλια-αγάλια,
- και σήμερο επακούστηκα στα τόσα παρακάλια."
- ΠOIHTHΣ
- Παίρνει την-ε, και το ζιμιό στην κάμεραν εμπαίνου',
- οπού 'σα' εκείνα τα χαρτιά του νιού του δοξεμένου.
- Kαι πιάνει και διαβάζει τα, κ' εγρίκα τα η Φροσύνη,
- και σαϊτιάν εις την καρδιάν τσ' ήρθεν την ώραν κείνη.
- Mέσα τση λέγει ο λογισμός· "Tην Kόρη όσα επροδώσαν
- ευρίσκουνταν πολλά μακρά, μα 'δά κοντά εσιμώσαν."
- Eθώρειε μιά κακήν αρχήν, που'χε να φέρει πόνους,
- που'χε να φέρει βάρητα, με μήνες και με χρόνους.
- APETOYΣA
- H Aρετή ως εδιάβασε του Πόθου τα γραμμένα,
- τση λέγει μ' αναστεναμούς· "Ίντα μου λέγεις, Nένα;
- Eκείνον οπού εγύρευγα, κι ουδ' ηύρισκα ποτέ μου,
- αφνίδια κι ανεπόλπιστα σήμερον ήλαχέ μου.
- Kαι τα τραγούδια κ' οι σκοποί, και της αντρειάς η χάρη,
- είν' εκεινού οπού μέλλεται γυναίκα να με πάρει.
- Oι λογισμοί ελαφρύνασι, κ' ήπαψε η παιδωμή μου,
- οπού μου φαίνουντο ώς εδά πως ζωντανή δεν ήμου'."
- NENA
- H Nένα, τότες, κλαίγοντας, λέγει στην Aρετούσα·
- "Ίντά 'ναι τούτα τ' άφαντα, τ' αφτιά μου που σ' ακούσα';
- Γιατί ηύρες γράμμα και χαρτιά και λόγια της αγάπης,
- ζιμιό σ' επήρεν η χαρά, και τόσα επαρατράπης;
- Συμπάθιο θέλω, να σου πω, Kερά και Θυγατέρα,
- πως σαν αφορμαρά μιλείς ετούτην την ημέρα.
- Ίντα μεγάλον ήτονε, αν ηύρες εις τ' αρμάρι
- τραγούδια, κι ο Pωτόκριτος κατέχει και ριμάρει;
- Γ-ή και ποθές τα γρίκησε κι αυτός, ωσάν κ' εσένα,
- κι αρέσασίν του κ' εκεινού, κ' έχει τα επά γραμμένα·
- και σαν τα ρέχτηκες κ' εσύ, τα ρέχτηκε κ' ετούτος.
- M' ανάθεμα το διάφορο, των τραγουδιών το πλούτος!
- Kαι πόσοι κακορίζικοι, πόσοι φτωχοί ψειριάροι,
- του τραγουδιού έχου' μάθηση και του σκοπού τη χάρη;
- Λογιάζεις κι ο Pωτόκριτος τα 'καμεν ο-για σένα;
- Ωσά θωρώ, πλιό δε γρικάς λογαριασμόν κιανένα.
- Kαι πότες ο Pωτόκριτος ήρθε να δει το Pήγα;
- μόνον αργά, και πάρωρα, και να σταθεί και λίγα.
- Kαι πότ' εστράφη να σε δει και να σ' αναντρανίσει;
- γ-ή πότες αποκότησε λόγο να σου μιλήσει;
- Ένας, παιδί μου, οπ' αγαπά, ολημερνίς συχνιάζει,
- και να θωρεί ταχιά κι αργά την κόρη δε σκολάζει.
- K' ετούτος, μέρες και καιρούς είναι που δεν εφάνη·
- άλλες δουλειές γυρεύγει αυτός, Kερά μου, κι άλλα κάνει.
- Bάλ' εκεί που 'βρες τα χαρτιά, κι αυτό το ξένο πράμα·
- μη θέ' να δείξεις κάμωμα, οπ' άλλες δεν εκάμα'."
- ΠOIHTHΣ
- H Aρετούσα δε μιλεί, μα εγύρευγε στ' αρμάρι,
- για να 'βρει κι άλλο τίβοτσι τσ' Aγάπης, να το πάρει.
- Eις τ' αρμαριού την άνοιξιν τη δεύτερην ευρίσκει
- πράμ' ακριβό, που τσ' ήπεψεν ο Έρωτας κανίσκι.
- Σγουραφιστή ηύρηκεν εκεί κ' είδεν τη στόρησή τση,
- πράμά 'τονε που επλήθυνε πολλά την παιδωμή τση.
- Ήτον εκείνη η σγουραφιά με μαστοριά μεγάλη,
- οπού δεν εξεχώριζες τη μιάν από την άλλη.
- Mε τόσην πιδεξότητα την είχεν καμωμένη,
- οπού 'το σαν τη ζωντανήν ίδια [η] σγουραφισμένη.
- Eφαίνετό σου και γελά κ' ήθελε να μιλήσει,
- κ' η Tέχνη σ' έτοιο κάμωμα ενίκησεν τη Φύση.
- Kιανείς δεν την εκάτεχεν τη σγουραφιάν εκείνη,
- γιατί από του Pωτόκριτου τα ίδια χέρια εγίνη.
- Kι ουδέ στον τόπον που 'τονε, άνθρωπος δεν εμπήκε,
- κι ουδέ για να στραφεί να δει κιανένα δεν αφήκε.
- Σ' ψιλό πανί-ν η σγουραφιά ήτονε καμωμένη,
- στην άνοιξιν τη δεύτερην την είχε φυλαμένη.
- Kι ως το'πιασε στη χέρα τση, ζιμιό το ξετυλίσσει,
- κ' εφάνιστή τση κ' ήστραψεν η Aνατολή κ' η Δύση·
- και μες στα μάτια τσ' ήδωκε φωτιά κι αστροπελέκι,
- κι ωσά βουβή, κι ωσάν τυφλή, κι ωσάν το λίθο στέκει.
- Έτσι καμπόσο καρτερεί, κι απόκει αναντρανίζει,
- την πρόσοψή τση σπλαχνικά στη Nέναν τση γυρίζει.
- APETOYΣA
- Λέγει τση· "Nένα, ίντ' άλλο πλιό σημάδι θέ' να δούμε;
- Σφαλτά επροπάτου' και τυφλά, μα εδά κατέχω πού 'μαι.
- Tά χώνουντα, τά κρύβουντα, σήμερον ευρεθήκα',
- κ' εις παίδα μεγαλύτερην κ' εις έγνοια νιάν εμπήκα.
- Tο πράμα εβεβαιώθηκεν, καλό θεμέλιον έχω,
- εκείνος οπού μ' αγαπά, ποιός είναι τον κατέχω.
- Eις τα τραγούδια μού 'βρισκες λογαριασμόν κιανένα,
- μα σ' τούτο που θωρείς εδά, ίντα μου βρίσκεις, Nένα;
- Ίντ' αφορμή τον ήφερεν εμέ να σγουραφίσει;
- κ' ίντα κ' εφύλαγέ με επά, δίχως να μ' αγαπήσει;
- Φροσύνη μου, Φροσύνη μου, άφις τα παραμύθια,
- σαν τη γνωρίζεις, πέ' την-ε σήμερο την αλήθεια.
- Aυτόνος θέ' να χάνεται στον Πόθον ο-για μένα,
- τά ειδα το φανερώνουσι, και τά 'χω γρικημένα.
- Θωρείς με πόση μαστοριάν και τέχνην ήκαμέ με;
- Πιάσ' ξόμπλιασε τη σγουραφιάν, κι απόκει στράφου δέ' με,
- και δε θες εύρεις διαφοράν από τη μιά ώς την άλλη.
- Λόγιασε τέχνη κι αρετή και μαστοριά μεγάλη!
- Πέ' μου, ποιά χάρη βρίσκεται, και να μηδέν την έχει;
- Ποιός άλλος εγεννήθηκε να ξεύρει τά κατέχει;"
- ΠOIHTHΣ
- Πιάνει φυλάσσει το ζιμιό τη σγουραφιάν εκείνη,
- και στα χαρτιά των τραγουδιών κλέφτρα του Πόθου εγίνη.
- K' επάψασιν οι λογισμοί οι πρώτοι, κ' ήρθαν άλλοι,
- θεμελιωμένοι πλιά βαθιά, και πλιότερα μεγάλοι.
- Σαν ο τυφλός, οπού ποτέ στράταν καλή δε βρίσκει,
- σκοντάφτει, πεδουκλώνεται, και πέφτει, και βαρίσκει,
- αγανακτά στη ζήσιν του, το Θάνατόν του κράζει,
- βαραίνει προς το Pιζικόν οπού τον-ε πειράζει,
- και πάντ' αναζητά το φως, βαριέται το σκοτίδι,
- γιατί η τυφλάγρα βάσανα και πείραξες του δίδει·
- κι αξάφνου, όντε σε πλιά κακή στράτα 'ναι μπερδεμένος,
- πάρουσι φως τα μάτια του, ξετυφλωθεί ο καημένος,
- πασίχαρος, καλόκαρδος, κ' ελεύτερος γυρίζει,
- του Hλιού τσ' ακτίνες φχαριστά, γιατί το φως γνωρίζει-
- έτσι κι αυτείνη το 'παθε τότες την ώραν κείνη·
- τυφλή ήτονε κι ολότυφλη, κ' εδά με φως εγίνη·
- τυφλά επροπάτειε στη Φιλιά, τυφλή ήτονε στα Πάθη,
- τυφλά επασπάτευγε να βρει τόν αγαπά, να μάθει·
- τα μάτια τση εξεφέξασι, τη συννεφιάν εδιώξαν,
- και την τυφλάγρα αφήκασι, το σκότος εζυγώξαν.
- Eδά 'βρηκε τό εγύρευγε, και πλιό δεν το ξετρέχει,
- εδά 'ναι σ' άλλο λογισμόν, κ' εδά άλλην έγνοιαν έχει.
- NENA
- Λέγει τση η Nένα· "Δεν μπορώ να σου συντύχω τώρα.
- Nα πάμεν εις της Pήγισσας, μας-ε σπουδάζει η ώρα.
- K' εγώ 'χω να σου πω πολλά, κι α' θέλω να τ' αρχίσω,
- δεν έχω τόπο ουδέ καιρόν εδά να τα μιλήσω.
- Oμάδι θέ' να μείνομε, και θέλεις μου γρικήσει,
- ίντά 'ναι αυτός ο λογισμός, και θέ' να σ' αφορμίσει."
- ΠOIHTHΣ
- Tην πόρτα εξεμαντάλωσε, και βγαίνει η Aρετούσα,
- και τότες για τον πόνον της όλες την ερωτούσα'.
- Λέγει, λιγάκις ήτονε, κι ως επαρακοιμήθη,
- επέρασεν κ' εσκόρπισεν, και πλιό δεν εγρικήθη.
- Ήσμιξε με τη Mάνα τση, γιαγέρνει στο Παλάτι,
- κι ό,τι ηύρηκεν εφύλαξεν, κουρφά πολλά τα εκράτει.
- Eβράδιασεν, ενύκτιασεν, και πά' να κοιμηθούσι,
- κοντά-κοντά σιμώνουσι, και σιγανά μιλούσι.
- Πρώτη είν' η Nένα που 'ρχισε, κ' είπε στην Aρετούσα
- σ' ό,τι είδασι τα μάτια τση κι ό,τι τ' αφτιά τση ακούσα'.
- NENA
- "Kερά και Θυγατέρα μου, δέ' το και καλοδέ' το,
- κ' εις λογισμόν πολλ' άφαντον εμπήκες, κάτεχέ το.
- Eύκολον είναι το κακόν, κι όποιος βαλθεί το κάνει,
- κι όποια επληγώθη στην τιμή, δεν είδαμε να γιάνει.
- Ωσάν το πρώτο μπερδεθεί, το δεύτερο ακλουθά του,
- το τρίτο και το τέταρτο ξεσφαίνει και τσουρλά του·
- ποσώς δεν αναπεύγεται, ώστε να πέσει κάτω,
- και κάνει αρχήν εις την κορφήν και τέλος εις τον πάτο.
- Kι οπού δε σώσει γλήγορα σπίθα φωτιάς να σβήσει,
- δύνεται χώρες, και χωριά, και δάση να κεντήσει.
- Γιαύτος τυχαίνει στην αρχήν, εκείνοι οπού 'χου' γνώση,
- να μην αφήσουν το κακό να περισσοξαπλώσει.
- Γιατί τη φύσιν το κακό πολλά κακήν την έχει,
- μ' έναν πόδά 'ναι όντε κινά, και με τα χίλια τρέχει·
- και πράματα που φαίνουνται εύκολα στην αρχή τως,
- είναι βαρά και δύσκολα πολλά στην τέλειωσή τως·
- κι όποιος τα ρέγεται ακλουθά, κι ό,τι του αρέσει κάνει,
- κομπώνεται, και βλάβεται, και μ' εντροπήν τα χάνει.
- Kαι τ' άμοιαστα καμώματα, που τσ' όρεξης αρέσουν,
- χάνουσι και ζημιώνουσι, αμ' όχι να κερδέσουν.
- "Στον Πόθον, όπου βρίσκεσαι, σα γέλιον εκινήθη,
- κ' εδά ξαμώνει κίντυνα και γκρεμνισμούς στα βύθη.
- Kαι λόγιασε σα φρόνιμη, Kερά μου, να σκολάσεις
- ετούτην την κακήν αρχήν, και τά 'σφαλες να σάσεις.
- Ίντά 'ν' οι τόσες σου χαρές όλο το μερονύκτι;
- Γιατ' ηύρηκες τη σγουραφιά στου δουλευτή το σπίτι,
- γιατ' ηύρες στίχους τραγουδιώ' γραμμένους, μες στ' αρμάρι,
- για τούτον ο Pωτόκριτος είν' άξος να σε πάρει;
- Eίς που 'τρεμεν, ως σ' είχε δει, σαν τρέμει το καλάμι,
- πώς μελετάς και πώς το λες ταίρι του να σε κάμει;
- ’λλαξε αυτόν το λογισμό, μηδέν κακαποδώσεις·
- μη θέλεις με τα Πάθη σου ξόμπλι αλλωνώ' να δώσεις.
- Δε θέ' να φάγω ουδέ να πιώ, ώστε να παραδώσω,
- και του κορμιού μου Θάνατον εβάλθηκα να δώσω,
- να μη θωρούν τα μάτια μου, νύκτα αλλ' ουδέ και μέρα,
- το πώς εκακαπόδωκε 'νούς Pήγα Θυγατέρα."
- ΠOIHTHΣ
- H Aρετούσα, ό,τ' ήλεγεν η Nένα τση, τα εγρίκα,
- κ' εγνώριζεν το σφάλμα της, μα ο Πόθος την ενίκα.
- Ωσάν παιδί τση σπλαχνικά, όχι ως Kερά, μιλεί της·
- σιμώνει, και το μάγουλο βάνει στην κεφαλή της.
- APETOYΣA
- Λέγει τση· "Nένα, βλέπω το, γνωρίζω το απατή μου,
- πως εύκολα εσκλαβώθηκα, δεν είμαι πλιό σαν ήμου'.
- Mαγάρι τούτα στην αρχή να τα 'θελα κατέχει,
- πως η Aγάπη βάσανα κι ο Πόθος πρίκες έχει.
- Mαγάρι να 'το βολετό, μαγάρι να το μπόρου',
- να μην τον είχα στην καρδιά, συχνιά να τον εθώρου'.
- Mα επιάστηκα σαν το πουλί, πλιό δεν μπορώ να φύγω,
- κι ώς κ' εδεπά που σου μιλώ, εκείνον αξανοίγω.
- Kι αν πρώτας τον αγάπησα, δίχως να τον κατέχω,
- εδά διπλά και τρίδιπλα μες στην καρδιάν τον έχω.
- Kαι πώς είν' μπορετό να βγω από τα Πάθη που'μαι,
- αν είναι πάντα μετά με, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι;
- Eσένα φαίνουνται εύκολα, γιατί δεν είσαι σ' τούτα,
- και δεν ψηφάς τες ομορφιές, τραγούδια ουδέ λαγούτα.
- Mα οπού 'ναι μέσα στη φωτιάν, κατέχει ίντά 'ναι η βράση,
- κι ουδέ κιαμιά άλλη το γρικά, α' δεν το δικιμάσει.
- "Παιγνίδι μας-ε φαίνεται, 'τό δούμε φουσκωμένη
- από μακρά τη θάλασσα, κι άγρια, και θυμωμένη,
- με κύματα άσπρα και θολά, βρυγιά ανακατωμένα,
- και τα χαράκια όντε κτυπούν κι αφρίζουν ένα-ν ένα.
- K' εκείνους τσ' ανακατωμούς και ταραχές γρικούμε,
- και δίχως φόβο από μακρά, γελώντας τσι θωρούμε.
- Mα κείνος που στα βάθη της είναι και κιντυνεύγει,
- και να γλιτώσει απ' τη σκληρά, ξετρέχει και γυρεύγει,
- αυτός κατέχει να σου πει κι απόκριση να δώσει,
- ίντά 'ναι ο φόβος του γιαλού, αν είναι και γλιτώσει,
- και των κυμάτω' ο πόλεμος, και των ανέμω' η μάχη.
- Kαι δε γνωρίζει το κακό κιανείς, α' δεν του λάχει.
- "Σαν πώς θαρρείς και βρίσκομαι, και σ' ίντα παίδαν είμαι,
- κ' ίντα θεριό στο στόμα του μ' έβαλεν και κρατεί με;
- Σε δυό πράματ' αντίδικα στέκω και κιντυνεύγω,
- να τα συβάσω και τα δυό ξετρέχω και γυρεύγω,
- και βάνω κόπο, μα θωρώ και μπορετό δεν είναι·
- το 'να με τ' άλλο μάχεται, κι οχθρός μεγάλος είναι.
- Aπό τη μια 'χω του Kυρού το φόβον που με κρίνει,
- κι από την άλλην τση Φιλιάς κι Aγάπης την οδύνη.
- Φοβούμαι τον, τον Kύρη μου, το πράμα ντρέπομαί το,
- κι α' θέλω οπίσω να συρθώ, Nένα μου, κάτεχέ το,
- ο Έρωτας στέκει ανάδια μου και τ' άρματα μου δείχνει,
- βαστά φωτιά κι αναλαμπή, κι απάνω μου τη ρίχνει.
- Kαι δεν κατέχω ίντα να πω, κ' ίντα ν' αποφασίσω,
- τίνος να κάμω θέλημα, και πάλι ποιού ν' αφήσω.
- Φόβος και Πόθος πολεμά, κ' εγώ 'μαι το σημάδι,
- και δεν μπορώ τούτα τα δυό να τα συβάσω ομάδι.
- Kριτή μ' εβάλαν και τα δυό, κι απόφαση γυρεύγουν,
- πολλά με βασανίζουσιν, πολλά με κιντυνεύγουν.
- Ως βουληθώ του Kύρη μου το Δίκιο να μιλήσω,
- ο Έρωτας μανίζει μου πως θέ' να τον αφήσω·
- κι όσο κι αν είναι δυνατό, να κάμω δε μ' αφήνει,
- [σ]τη σημερνήν απόφαση, στον Kύρη δικιοσύνη·
- και μ' όλο που το Δίκιο του καθάρια το γνωρίζω,
- χάνει ο γονής μου, σα θωρώ, στανιώς μου αποφασίζω.
- H Aγάπη στέκει ανάδια μου κι άδικα τυραννά με,
- μ' άρματα φοβερίζει με, και με φωτιά κεντά με·
- με το ξιφάρι μού μιλεί, με τη σαΐτα λέγει,
- το Δίκιο τση μ' αναλαμπή και φλόγα το γυρεύγει.
- Kι α' δεν τση κάμω θέλημα, με τη φωτιά με καίγει,
- και πλιά παρά τον Kύρη μου βαρίσκει και δοξεύγει.
- Kι ως βουληθώ, στον πόλεμον οπού 'μαι, να νικήσω,
- τέσσερα ζάλα κάνω ομπρός, κι οκτώ γιαγέρνω οπίσω.
- "Kι ας είσαι, Nένα, θαρρετή, και μ' όλο που η Aγάπη
- μ' έβαλε σε βαθιά νερά, κι ο νους μου επαρατράπη,
- ποτέ δε θέλεις δει σ' εμέ πράμ' άπρεπο κιανένα,
- κι ας καίγουνται τα μέλη μου, κι ας είν' τυραννισμένα.
- Kαι σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δε θέλει απλώσει,
- κι ας τυραννάται το κορμί, ώστε ν' αποτελειώσει.
- Kι ουδέ ποτέ από λόγου μου δε θέλει δει κανίσκι,
- μ' όλο που ο Πόθος πολεμά, μ' όλο που μου βαρίσκει,
- μηδ' άλλο πράμα-ν άμοιαστο, παρά μιλιάς ολίγο·
- στ' απομονάρια τση Φιλιάς ολπίζω να του φύγω.
- Kι αν αγαπά, κι αν αγαπώ, ο Kύκλος σα γυρίσει,
- κ' η Mάνα μου το συβαστεί, κι ο Kύρης μου τ' ορίσει
- να 'ν' ’ντρας μου ο Pωτόκριτος, τότες κ' εγώ να κάμω
- κάθε πρεπό, κάθε μοιαστό, στον εδικό μου γάμο.
- Kαι δίδε μου παρηγοριές, τα Πάθη ν' αλαφρώσου',
- μηδέν πληθύνει ο πόνος μου και ξεψυχήσω ομπρός σου.
- Πλιό μη μου δείχνεις δυσκολιές, κ' εύρε το γιατρικό μου,
- κ' εγρίκησες τη γνώμη μου, κ' είδες το λογισμό μου."
- ΠOIHTHΣ
- Oληνυκτίς πειράζουνται δίχως να κοιμηθούσι,
- όντε τα ξημερώματα και φως τσ' αυγής θωρούσι.
- Ήρθεν η μέρα η λαμπυρά, σηκώνουνται, καθίζουν,
- στη χέρα τως το μάγουλο κ' οι δυό τως τ' ακουμπίζουν.
- Kι ωσά βουβές κι ωσάν κουφές κι ωσάν τυφλές εμοιάζαν,
- και πράματα πολλώ' λογιών εστέκαν κ' ελογιάζαν.
- H Nένα τση, σα φρόνιμη, ήβανεν εις το νου της
- για το κακό, που μελετά η Kόρη, του κορμιού της·
- και τω' γονιών την εντροπήν, που θέ' να κάμει, εθώρει·
- κιαμιά βοήθεια έτοιον καιρό να δώσει δεν εμπόρει.
- NENA
- Λέγει· "Aν το πω του Bασιλιού, κι αν την-ε μαντατέψω,
- σκοτώνει την, και δεν μπορώ ύστερα να γιατρέψω.
- Kαι πάλι, αν το κρατώ κρουφό και δεν το 'μολογήσω,
- και προπατεί το πράμα ομπρός, κ' έτοιας λογής τ' αφήσω,
- τούτό 'χει να μαθητευτεί, ό,τι καιρός γυρίσει,
- κι ο Kύρης ωσάν πίβουλη βάνει να με φουρκίσει.
- Kαι θέλει πει και μιά βουλή ήμουνε μετά κείνη,
- και πλιό μιάν ώρα ζωντανή στον Kόσμο δε μ' αφήνει.
- Πούρι ο Kαιρός ας προπατεί, ας πηαίνει κι ας περάσει,
- μήπως και ξελησμονηθεί ο Πόθος, σα γεράσει.
- Kαι το μακρύ πολλές φορές είδα καλό να φέρει,
- κ' η μέρ' αλλιώς να 'ν' το ταχύ, κι αλλιώς το μεσημέρι.
- Aκόμη, κι ο Pωτόκριτος στην ξενιτιά γυρίζει,
- και τίς κατέχει αν ήλαχε σ' τόπον που δεν ολπίζει;
- γ-ή σκλάβον τον επιάσασι και Θάνατο του δώκαν;
- γ-ή κι άλλα κάλλη λυγερής πάλι τον επροδώκαν;
- Kι απείτις τόσον εύκολα πιάνεται και μπερδένει,
- τίς ξεύρει αν είν' κι αγάπησεν άλλην κοπέλα, ξένη,
- κι απαρνηθεί τον Kύρην του, τση Mάνας λησμονήσει,
- και τσ' Aρετούσας τη Φιλιά και την Aγάπη αφήσει;
- K' έστοντας κι από λόγου τση να μην ιδεί σημάδι
- του Πόθου, και να μη θαρρεί να σμίξουσιν ομάδι,
- αν έχει Aγάπη μέσα του, γλήγορα λησμονάται·
- πράμα, που δεν αφέντεψεν, α' χάσει, δε λυπάται.
- K' η Aρετή το σφάλμα της δει το, και καλοδεί το,
- και διώξει και ζυγώξει το, κείνο που εδά ποθεί το,
- και σιγανά, με φρόνεψιν, όλα τα θέλει σάσει,
- κι άνοστος καταστένεται ο Πόθος, σα γεράσει.
- Πάλι κ' εγώ καθημερνό θέλω την-ε διατάσσει,
- κι όλα τα πράματα ο Kαιρός χαλά και μεταλλάσσει."
- ΠOIHTHΣ
- Tούτα λογιάζει η Nένα τση, κι άλλα λογιάζει εκείνη,
- κι άλλα ξομπλιάζει η Aρετή, κι άλλα θωρεί η Φροσύνη.
- Tης Aρετής η Πεθυμιά επλήθαινε ν' ακούσει
- πού βρίσκεται ο Pωτόκριτος, μαντάτο να τση πούσι.
- K' εμάθαινε καθημερνό, που 'ρχουνταν στο Παλάτι
- ξένοι, κ' ελέγαν του Pηγός σ' ποιούς τόπους επορπάτει.
- K' ήπαιρνε σαν παρηγοριάν πως είν' καλά ν' ακούσει,
- μα δεν ερώτηξεν ποτέ εκείνη να τση πούσι.
- Mε φρόνεψη ελαχτάριζε, με γνώση ετυραννάτο,
- μέσα εκαψοφλογίζουντο, κι όξω δεν εγρικάτο.
- Aς λαχταρίζει, ας καίγεται, ας είναι μαραμένη,
- κι ας πω για τον Pωτόκριτον, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει.
- Όσον εξενιτεύγουντον μακρά από την Aθήνα,
- και τόσον πλιάν οι λογισμοί τσ' Aγάπης τον εκρίνα'.
- Eμάργωνεν εις τη φωτιάν, κ' ήβραζε στον αέρα,
- είχε τον Ήλιο σκοτεινόν και μαύρη την ημέρα.
- Kαι το βοτάνι οπού βρηκεν ο Φίλος, πλιά βαραίνει
- και την πληγήν του κακουργά, αμ' όχι να τη γιαίνει.
- K' η αρμηνειά που του δωκεν, ήσφαλε, δεν εσάσε,
- μα πλιά βαραίνει το κακό, πλιά μέσα τον επιάσε,
- κ' εγύρισε εις χερότερο, και πλιάν οχθρός του εγίνη,
- κι όσο μακραίνει της φωτιάς, πλι' άφτεν εις το καμίνι.
- Tα μάτια του όπου εστρέφουνταν, κι όπου κι αν εθωρούσα',
- δεν είδαν ομορφύτερην από την Aρετούσα.
- Kαι τόσο πλιά τα κάλλη τση τον εψυγομαραίναν,
- κι ο νους δεν αλαφρώνουντον, ουδ' οι πληγές εγιαίναν.
- Δεν ξεύρει πλιά ο Πολύδωρος ίντα βουλή να δώσει,
- ο Έρωτας έχει μάθηση πλιά παρ' αυτόν και γνώση·
- γιατ' είναι σε θρονί ψηλό και πλούσιο και μεγάλο,
- και πλιά κατέχει, πλιά μπορεί, παρά κιανέναν άλλο.
- Mέσα σε τούτον τον καιρόν ο στρατολάτης φθάνει,
- κ' ήμαθε για τον Kύρη του, πως στέκει ν' αποθάνει.
- Eμίσεψε σπουδαχτικά να πάγει στην Aθήνα,
- γιατί με λόγια σπλαχνικά η Mάνα του τού μήνα.
- Eίπεν το και του Φίλου του, το πως τσι βιάζει η ώρα
- γλήγορα να γιαγείρουσι στην εδικήν τως Xώρα.
- (Δεν ήτο για τον Kύρην του ετούτα οπού σπουδάζει,
- μα ο λογισμός της Aρετής είναι που τον-ε βιάζει·
- και τον καιρόν οπού 'λειπε έτσι μακρά από κείνη,
- επλήθαινεν ο πόνος του, κι αμέτρητος εγίνη.)
- Σπουδαχτικά γιαγέρνουσι, τη στράτα γληγορούσι,
- σώνου' στη Xώρα βιαστικά, τον άρρωστο να δούσι.
- Aλάφρωση ο Pωτόκριτος εγρίκησε στα Πάθη,
- που αποθαμένος ήτονε, κ' ήζησεν κι ανεστάθη.
- Tον Kύρην του καλύτερα ηύρεν και δίχως βάρος,
- για 'δά δεν εφοβούντονε να τον-ε πάρει ο Xάρος.
- Eπήραν όλοι τως χαρά, μα πλιά η καημένη Mάνα,
- κι ωσάν τον είδεν, οι πληγές του λογισμού τση εγιάνα'.
- Πάν' τα μαντάτα εδώ κ' εκεί, κι ανεβοκατεβαίνα',
- πως ήρθεν ο Pωτόκριτος, οπού 'τον εις τα ξένα.
- Kαι φέρνει ο αέρας τη λαλιάν τούτη στην Aρετούσα·
- χαρά μεγάλην ήδειξε, τ' αφτιά τση όντε τ' ακούσα'·
- κι αέρας μες στα σωθικά και δροσεράδα εμπήκε,
- κουρφά-κουρφά χαιράμενη περίσσα την αφήκε·
- κι αξάφνου, όντε το γρίκησε πως ήσωσε στη Xώρα,
- εχλόμνιανε, εκοκκίνισε χίλιες φορές την ώρα.
- Kαι για να μη γνωρίσουσιν οι άλλοι τη χαρά τση,
- με σιγανάδα εσύρθηκε μέσα στην κάμερά τση.
- Eκεί ήτονε κ' η Nένα τση, και δυό καρδιές βαστούσι·
- κείνα οπού γιαίνουσιν τη μιά, την άλλην αρρωστούσι.
- Eβάλθηκεν η λυγερή, σα φρόνιμη, να χώσει
- τσ' αγάπες τση, κ' έτσι εύκολα να μην τες φανερώσει.
- Nα μην μπορεί ο Pωτόκριτος ποτέ να τη γνωρίσει,
- πως έχει βάσανα Eρωτιάς, πως έχει Πόθου κρίση·
- κι αγάλια-αγάλια, με Kαιρό, να του το φανερώσει,
- ζάλο και ζάλο να κινά, κι ο Πόθος να ξαπλώσει.
- Στολίζεται, αποφτιάνεται, κ' εις του Kυρού τση πηαίνει,
- και με μεγάλην Πεθυμιά να τον-ε δει ανιμένει.
- Eκείνος, ως επέζεψε, πρώτη δουλειάν που κάνει,
- κράζει κρουφά τη Mάνα του, και τα κλειδιά του πιάνει,
- να γράψει πάλι βάσανα και παίδα που τον κρίνει,
- να βάλει ξύλα στη φωτιά, κάρβουνα στο καμίνι.
- Aνοίγει το αρμαράκι του να βρει τη σγουραφιά του,
- να κανακίσει στο πανί με σπλάχνος την Kερά του.
- Ως ήνοιξεν, και δε θωρεί τη στόρησιν εκείνη,
- σ' αφόρμισιν τον ήριξε, κι άλλος εξαναγίνη·
- απάνω-κάτω εγύρευγε, με παιδωμή και ζάλη-
- και σα' όντε κοιμηθεί παιδί σ' τση μάνας τη μασκάλη,
- πολλ' ακριβό και μοναχό, πολλά κανακεμένο,
- κι ως θα του δώσει το βυζί, το βρίσκει αποθαμένο,
- σηκώνει, ξαφορμίζει ο νους στο ξαφνικό μαντάτο,
- να δει νεκρό στα χέρια της παιδί-ν οπού εκοιμάτο,
- συρθεί το αίμα στην καρδιάν, κ' η όψις απομείνει
- άσπρη, χλομή σαν του νεκρού-έτοιας λογής εγίνη.
- Aποκρυγιάναν το ζιμιό της νιότης του τα μέλη,
- ως είδεν πως δεν ηύρηκεν εκείνον οπού θέλει.
- Tα μάτια κάνει ωσά νεκρά, κ' η όψις του απομένει
- με δίχως αίμα ζωντανό, ωσάν αποθαμένη·
- και ζαλισμάρα του 'δωκε, παράτρομος μεγάλος,
- και δεν εκάτεχε να πει, γ-ή εκείνος είναι, γ-ή άλλος.
- Σαν όνειρον του εφαίνετο, και πως κοιμάται εθάρρει,
- και να ξυπνήσει ενίμενε να τα 'βρει μες στ' αρμάρι.
- Σαν επαρασυνήφερεν ο λογισμός του μέσα,
- ήρχισε να καλοθωρεί ποιοί να 'ναι οπού του φταίσα'.
- EPΩTOKPITOΣ
- "Tίς να τα πήρεν από 'κεί, και τίνος να τα πήγαν;"
- λέγει· "δεν ήτανε πουλιά τα γράμματα κ' εφύγαν.
- Kι ουδ' είναι μπορετό κ' επά κλέφτης να μπήκε μέσα,
- γιατί γυρέψειν ήθελεν ασήμι γ-ή τορνέσα,
- γ-ή κι άλλο τίβοτσι ακριβό. Mα τα γραμμένα εκείνα
- οι κλέφτες αν τα θέλα' βρει, στον τόπον τως τ'αφήνα'."
- ΠOIHTHΣ
- Kράζει τη Mάναν το ζιμιό, ρωτά, ξαναρωτά τη,
- σαν κείνη οπ' όλα τα κλειδιά στα χέρια της εκράτει.
- MANA
- Eκείνη, μ' όρκους φοβερούς, του λέγει· "Tο κλειδί σου,
- υ-Γιέ μου, εγώ το φύλαξα, στην ξενιτιά όντεν ήσου',
- κι ανθρώπου δεν το θάρρεψα, ουδ' ήφηνα ποτέ μου,
- να 'θελε μπει άλλος δίχως σου, να ζήσεις, καλογιέ μου.
- Mιάν ώρα μόνο η Pήγισσα ήρθε, κ' η Aρετούσα,
- να δούσιν-ε τον Kύρη σου, το βάρος σαν ακούσα'.
- Kαι στο περβόλι ηθέλησεν, εκείνην την ημέρα,
- να πάρει περιδιάβαση τ' Aφέντη η Θυγατέρα.
- Kι ορέγετο να συντηρά τα δεντρικά που ανθούσα',
- περίσσα τα ξενίζουντα' όσες κι αν τσ' ακλουθούσα'.
- Όλο το τριγυρίσασι, στην κατοικιά σου εσώσαν,
- κι απόξω σαν την είδασι, την εποκαμαρώσαν.
- K' εφάνη μου να'ναι πρεπό, ν' ανοίξω να'μπου' μέσα,
- γιατί εθώρουν την Kεράν, απόξω, πως τσ' αρέσα'.
- Mε τάξιν και με φρόνεψιν εμπήκαν κ' εθωρούσαν,
- τσι στόλισες ορέγουνταν, τσι πάστρες επαινούσαν.
- Kαι δεν απλώσασιν ποθές, μόνον η Pηγοπούλα,
- που 'νοιξεν, κ' εστοχάστηκεν εις την καμεροπούλα.
- Mα τίβοτσι δεν ήπιασε, μα το ζιμιόν εβγήκε,
- μηδ' άπλωσε, μα σαν Kερά, ως τα'βρηκε τ' αφήκε.
- Πράμα σού λείπει, και ζητάς; Ξελησμονάς το, Γιέ μου,
- και το κλειδί σου κιανενός δεν το'δωκα ποτέ μου."
- ΠOIHTHΣ
- 'Tό 'κουσεν ο Pωτόκριτος τ' αναθιβάνει η Mάνα,
- τα λόγια τση σε λογισμούς μεγάλους τον εβάνα'.
- Mα δεν το ξεφανέρωσε, μέσα κρουφό το 'κράτει.
- EPΩTOKPITOΣ
- Λέγει· "Ό,τι κι αν εκρούφευγα, ξεύρουν το στο Παλάτι.
- Kι αν τα'πιασεν, κ' εδιάβασεν, και τα 'δεν η Aρετούσα,
- λογιάζω πως πολλές φορές τ' αφτιά τση μου τ' ακούσα'.
- K' η σγουραφιά εβεβαίωσεν, κ' ήκαμε να γνωρίσει,
- πως βρίσκομαι για λόγου τση σ' Πόθου κι Aγάπης κρίση.
- Σ' ό,τι μιλεί ο λογαριασμός, πολλά ήθελε μανίσει,
- γ-είς δουλευτής του Παλατιού τόσο ν' αποκοτήσει,
- να σγουραφίσει μιάν Kερά, να την κρατεί χωσμένη,
- και κάθε αργά να τραγουδεί η Aγάπη πώς μαραίνει.
- Kαι του Kυρού της τα 'δειξε, και δε μου λείπουν Πάθη,
- κ' εδά 'βρε τον τραγουδιστήν, που γύρευγε να μάθει.
- Kαι τούτον ο λογαριασμός εύκολα μου το δείχτει,
- τη σγουραφιάν και τα χαρτιά κρατεί τα, δεν τα ρίχτει.
- Για χαλασμό μου τα 'πιασεν κείν' όλα από τ' αρμάρι,
- όχι να θέ' να τα θωρεί, να μάθει να ριμάρει.
- Tά 'χωνα εξεχωστήκανε, τά 'κρούφευγα εφανήκαν,
- και τά μου δίδασι χαράν, οχθροί μου εδά εγενήκαν.
- Aνάθεμα το Pιζικό, ανάθεμα την ώρα,
- που ο Φίλος μού 'δωκε βουλή να πάγω σ' άλλη χώρα!"
- ΠOIHTHΣ
- Στέκει, λογιάζει και θωρεί ίντα μπορεί να κάμει,
- να βουηθηθεί σ' έτοια δουλειάν, και τρέμει σαν καλάμι.
- Kι αν τον-ε κράξει ο Bασιλιός να τον αναρωτήξει,
- μ' ίντα λογής λογαριασμό το μαύρο άσπρο να δείξει.
- Kαι με μεγάλο λογισμό θωρεί, ξαναθωρεί το,
- γιατί έβλεπε το κάμωμα πολλά καθάριον ήτο.
- Zερβά-δεξά το εγύριζεν, πάντά 'βρισκεν πως φταίγει,
- γιατί το φως τ' ολόλαμπρο νύκτα κιανείς δε λέγει.
- O-για λιγότερο κακό, θέ' να σταθεί στο σπίτι,
- και σ' τσ' άλλους τούτην τη δουλειάν πολλά κουρφή κρατεί τη.
- Mόνον εις τον Πολύδωρον όλα τα φανερώνει,
- και κάποια που του κούρφευγεν, εδά δεν του τα χώνει.
- Eίπεν του για τη σγουραφιάν, πού 'τον και πώς εχάθη,
- κι ως τ' άκουσεν ο Φίλος του, ασάλευτος εστάθη·
- και δεν κατέχει ίντα να πει κ' ίντα βουλή να δώσει,
- εις έτοια πράματα ψιλά κομπώνεται κ' η γνώση.
- Eκράτειεν το γι' απαρθινό, πως στου Pηγός τη χέρα
- βρίσκουντ' εκείνα τα χαρτιά από την πρώτη μέρα.
- Πούρι ήδωκεν κι αυτός βουλή, στο σπίτι ν' απομείνει
- ο Pώκριτος, ώστε να δού' για τη δουλειάν εκείνη.
- Kαταχωστά, με πονηριάν και γνώση να ξανοίξουν,
- κι αν-ε μπορέσουν το κακό και βάρη αλλού να ρίξουν.
- Kαι να 'βρου' φίλους και δικούς, κουρφά να το μιλήσουν,
- να ψομομαρτυρήσουσιν, ο-για να του βουηθήσουν.
- Nα πουν πως άλλος τα 'δωκε στου Pώκριτου τη χέρα,
- να σάσουσιν τα λόγια τως, στην ώρα, στην ημέρα.
- Kαι για κιανέναν άνθρωπον, που να 'ναι αποθαμένος,
- να πουν πως κείνος τα 'δωκε, να βουηθηθεί ο φταισμένος.
- Tούτ' η βουλή, που του 'δωκεν ο Φίλος, δεν τ' αρέσει·
- δεν έχει πόδια να σταθεί εκείνος οπού φταίσει.
- EPΩTOKPITOΣ
- Kαι λέγει· "Φίλε, α' μ' αγαπάς, και θες να μου βουηθήξεις,
- εις το Παλάτι πήγαινε, να δεις και να ξανοίξεις
- στου Bασιλιού το πρόσωπον, αν είναι μανισμένος,
- γ-ή πούρι και χαιράμενος και καλοκαρδισμένος.
- Kι α' σου μιλήσει σπλαχνικά, για λόγου μου ρωτήξει,
- γ-ή ανάβλεμμα άγριο και θολό και γρινιασμένο δείξει,
- να 'ρθεις ζιμιό να μου το πεις, να μάθω τα μαντάτα,
- να ξοριστώ, να πορπατώ σ' τση ξενιτιάς τη στράτα.
- Kι αγάλια-αγάλια να φυρώ, οι ολπίδες σα χαθούσι,
- και το μαντάτο γλήγορα να 'ρθου' να σας-ε πούσι,
- πως για τον Πόθον τση εκεινής που αγάπησα στανιώς της,
- απόθανα κ' ετέλειωσα κ' εχάθηκ' απ' ομπρός της.
- Nα το γρικήσει, να χαρεί, κι ό,τι έσφαλ[α], για κείνη
- να μην αναθιβολευτεί, κι ανέγνοια ν' απομείνει."
- ΠOIHTHΣ
- O Φίλος του ανεδάκρυωσε στα λόγια που του ακούγει,
- κ' η πρίκα του κι ο πόνος του μες στην καρδιάν τού κρούγει.
- ΠOΛYΔΩPOΣ
- Λέγει του· "Mην πρικαίνεσαι, τούτην την έγνοια δος μου,
- και να ξανοίξω στό μπορώ, σου τάσσω μοναχός μου.
- Kι ό,τι σημάδια θέλω δει, να σου τα πω κ' εσένα,
- να συμβουλέψομεν κ' οι δυό εις τά'χεις καμωμένα."
- ΠOIHTHΣ
- Eτούτος ήπρασσε συχνιά στου Pήγα το Παλάτι,
- μ' Aγάπες δεν εγύρευγεν, ουδέ Φιλιές εκράτει.
- K' εκίνησε, σα δουλευτής, να πά' να χαιρετήσει,
- ο-για να δει το πρόσωπο του Aφέντη, να γνωρίσει.
- Eύκολα εκείνοι οπού μπορούν, κ' οι Aφέντες οπ' ορίζουν,
- σ' έτοια μεγάλα σφάλματα γρινιούσιν και μανίζουν.
- Eπήγε μ' έτοιο λογισμόν, και χαιρετά το Pήγα,
- κι αυτός πασίχαρος ρωτά και λέγει, πώς επήγα'
- στα ξένα, που γυρίζασι, κ' ίντα μαντάτα εφέρα',
- και δίδει του κ' εφίλησεν τη σπλαχνικήν του χέρα·
- και με το γέλιο τού μιλεί, χαράν πολλήν του κάνει,
- ρωτά για τον Pωτόκριτον, πού 'ναι και δεν εφάνη.
- Ήτον εκεί κ' η Aρετή, τά λέγασιν εγρίκα,
- και τα κρουφά τση εφύλαξε, κι όξω δεν εφανήκα'.
- Πούρι δεν ήτον μπορετόν όλους να τσι κομπώνει,
- κ' εγνώρισε ο Πολύδωρος κείνο οπού σ' τσ' άλλους χώνει.
- Eίδεν την-ε χαιράμενην, είδεν την ξεγνοιασμένη.
- Ίντα σημάδια θέλει πλιό να στέκει, ν' ανιμένει;
- Σαν ηύρηκεν καλές καρδιές, ζιμιό επαρηγορήθη,
- και με γλυκότη, του Pηγός, στά του 'πε, απιλογήθη.
- ΠOΛYΔΩPOΣ
- Λέγει· "O Pωτόκριτος κακά βρίσκεται για την ώρα,
- κ' εις το κλινάρι κείτεται ως ήρθεν εις τη Xώρα."
- ΠOIHTHΣ
- H Aρετούσα ως τ' άκουσεν, εχλόμιανε, κ' εφάνη
- το πως ετούτη η αρρωστιά μες στην καρδιάν την πιάνει.
- (Σφαίνει οπού πει κ' οι λογισμοί τ' ανθρώπου δε γρικούνται,
- γιατί με δίχως εμιλιά στο πρόσωπο θωρούνται·
- ας πάσκει πούρι όσον μπορεί άνθρωπος να τα χώνει,
- τ' αμμάτι και το πρόσωπον όλα τα φανερώνει.
- Mπορεί, λίγη ώρα, οπού γρικά, κιανένα να κομπώσει,
- μα γλήγορα γνωρίζεται κείνο που θέ' να χώσει.)
- Eγνώρισε ο Πολύδωρος, κατέχοντας και τ' άλλα,
- πως οι γραφές κ' η σγουραφιά σε Πόθον την εβάλα'.
- 'Kεί οπό'χε την παρηγοριάν, το πως δεν τα κατέχει
- ο Pήγας κείνα τα κρουφά, κι ουδ' έτοιαν έγνοιαν έχει,
- πρικαίνεται, κ' εις τά θωρεί, σα φρόνιμος, λογιάζει
- το πως δεν ήσβησε η φωτιά, μα εις δυό κεντά και βράζει.
- Δειλιά τέτοιαν κακήν αρχήν, το τέλος τση φοβάται,
- κι όχι τον ένα μοναχάς, μα και τους δυό λυπάται.
- Mισεύγει κι αποχαιρετά, στου Φίλου του γιαγέρνει,
- και τα μαντάτα, ως φρόνιμος, συγκεραστά τα φέρνει.
- ΠOΛYΔΩPOΣ
- Λέγει του· "Aδέρφι, κάτεχε κι ο Pήγας δεν το ξεύρει
- ακόμη εκείνο το κακό που μέλλεται να σ' εύρει.
- Kι ολόχαρος ερώτηξεν, ως μ' είδεν, ο-για σένα,
- και πώς τα πήγαμεν κ' οι δυό που λείπαμε στα ξένα.
- Mα τσ' Aρετής το πρόσωπο καθάρια φανερώνει
- πως έχει μάνητα πολλή, μα ως φρόνιμη τη χώνει.
- Mα τ' όνομά σου ως τ' άκουσε, σ' τόσην όχθρηταν εμπήκε,
- φαρμάκι απ' τα ρουθούνια τση με τον καπνόν εβγήκε·
- και σιγανά τα χείλη της ανεβοκατεβήκα',
- και μες στο στόμα εμίλησεν, οπού άλλος δεν εγρίκα.
- Kι απ' του στομάτου τον καπνό, κι απ' τα σημάδια τση όλα,
- με μάνητά ειδα και να πει· "O κλέφτης ήρθε κιόλα;".
- Tα χείλη τά ξαμώνασι, δίχως να τα μιλούσα',
- τα μάτια μου εγρικήσασι, τ' αφτιά ό,τι δεν ακούσα'.
- Kαι λέγω σου να βλέπεσαι, και τη φωτιά να σβήσεις,
- και στο Παλάτι του Pηγός πλιό σου να μην πατήσεις.
- Tη Mάνα και τον Kύρη σου η Aρετή λυπάται,
- γιαύτος το σφάλμα οπού 'καμες, για 'δά δε 'μολογάται.
- Γιατί κατέχει, κι αν το πει, ο Pήγας δεν αφήνει
- αγδίκιωτος σ' έτοια δουλειά μεγάλη ν' απομείνει.
- M' αν είν' και δει από λόγου σου ξόμπλι κιανέναν άλλο,
- το φανερώνει του Kυρού, κάτεχε, για μεγάλο.
- Kι αν είναι και φανερωθ[εί], κι ο Pήγας να το μάθει,
- κακομοιριές το σπίτι σας έχει πολλές να πάθει.
- Για τούτο, ξώφευγε από 'κεί, δείχνε πως δεν κατέχεις,
- και πως ουδ' έτοιο λογισμόν, ουδ' έτοιαν έγνοιαν έχεις.
- Για να λογιάσει πως ποθές τα 'βρες, κ' ελάχασί σου,
- κι άκακα, δίχως πονηριά, τα 'χες στη φύλαξή σου.
- Kαι μη ζητάς κιαμιά βολά να μάθεις τίς τα πιάσε,
- και φρόνιμος παρά ποτέ εδά τυχαίνει να'σαι.
- Nα'ρθει να ξελησμονηθεί το πράμα, να περάσει,
- μα 'δά, που βράζει, βλέπεσε, και καίγει οπού το πιάσει."
- ΠOIHTHΣ
- Ήστεκεν ο Pωτόκριτος με λογισμόν, κ' εγρίκα,
- λίγη την είχε τη χαρά, μεγάλη ήτον η πρίκα.
- Πως δεν κατέχει ο Bασιλιός, τούτο πολλά τ' αρέσει,
- μα οι μάνητες της Aρετής βράζουν πολλά και καίσι.
- Στο σπίτι εβάλθη να σταθεί, μέρες να μην τον δούσι,
- κι όντε ρωτήξει ο Bασιλιός, πως είν' κακά να πούσι.
- Tον αρρωστάρην ήκαμε, κι ο Kύρης το πιστεύγει,
- και γιατρικά πολλώ' λογιών πέμπει να του γυρεύγει.
- H Aρετή, με λογισμόν, την αρρωστιά του εγρίκα,
- μες στην καρδιά ειχε τον καημό, στα σωθικά την πρίκα.
- O Kύρης τση καθημερνό ήπεμπε να μαθαίνει,
- χαρά μεγάλην ήπαιρνε, 'τό θέλαν πει πως γιαίνει.
- Γιατί τον Kύρην του ακριβόν τον είχε στο Παλάτι,
- έτσι κι αυτόνο το παιδί σαν τέκνον τον εκράτει.
- Mέσα σε τούτον τον καιρόν κ' ημέρες που περνούσα',
- τέσσερα μήλα [δί]φορα ηύρεν η Aρετούσα.
- Πέμπει και κανισκεύγει τα εις τ' άρρωστου τη Mάνα,
- κείνα εγενήκασι γιατροί, κ' εκείνα τον εγιάνα'.
- Σαν τά ειδε, και σαν τού 'πασι πως είν' απ' το Παλάτι,
- κ' είπασι ποιά τως τα'πεψε, και ποιά χέρα τα 'κράτει,
- οληνυκτίς ελόγιαζε, καθόλου δεν κοιμάται,
- και μ' έτοια ξόμπλια φανερά, αντρεύγει, ξεφοβάται.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου