Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
"Αν μπορούμε να σκεφτούμε μια κοινωνία μετά τον καπιταλισμό, τότε χρειάζεται να σκεφτούμε και τη δημοκρατία μετά τα όρια του φιλελεύθερου επιχειρήματος"
Για όλους αυτούς τους λόγους, και αν όντως είναι επείγον να σκεφτούμε έναν κόσμο χωρίς καπιταλισμό, έχει νομίζω σημασία να ασχοληθούμε όχι πια τόσο με την όποια εντιμότητα των φιλελεύθερων, όσο με τις βασικές τους παραδοχές και τις «διαδρομές» της επιχειρηματολογίας τους. Μια τέτοια ενασχόληση θα σχετικοποιούσε, νομίζω, τη φαινομενικά ακατανίκητη γοητεία που (παραδόξως;) ασκεί ακόμα ο φιλελευθερισμός.
Φιλελευθερισμοί
Για να αντιπαρατεθούμε βεβαίως με το φιλελευθερισμό, χρειάζεται πρώτα να συνεννοηθούμε σε τι είμαστε αντίθετοι: η ευρωπαϊκή αριστερά χρησιμοποιεί τον όρο για να αποφύγει τη λέξη-ταμπού «καπιταλισμός», η ευρωπαϊκή δεξιά τον μετατρέπει σε κοσμοείδωλο, σύμφωνα με το οποίο η ελεύθερη αγορά και η δημοκρατία συμπορεύονται, ενώ για την αμερικανική ευαγγελική δεξιά, liberal είναι ένας αριστεριστής που καταστρέφει τη θρησκεία, την οικογένεια και την κοινωνία [1]. Για ορισμένους φιλελεύθερους, από την άλλη, ο φιλελευθερισμός είναι η μόνη νοητή έκφραση της δημοκρατίας, και τόσο άρρηκτα συνδεδεμένος με το Διαφωτισμό, που με το να δηλώνει κανείς αντιφιλελεύθερος, αυτόματα εγείρει υποψίες ότι νοσταλγεί τις παραδοσιακές κοινότητες ή τα (πάσης απόχρωσης) στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αν πάλι, κατά την ίδια λογική, κάποιος δεν είναι τίποτα από όλα αυτά, το να αντιτίθεται στο φιλελευθερισμό ενώ το κράτος δικαίου και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία συρρικνώνονται δραματικά, μοιάζει τουλάχιστον παράδοξο. «Ο κλασικός οικονομικός φιλελευθερισμός», σημειώνει κάπου ο Νίκος Δήμου, «εμπεριέχει μέριμνα για τον άνθρωπο, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός είναι η υπερβολή του» [2] (κάτι σαν υπερβολική μέριμνα για τον άνθρωπο, ας πούμε…). Σε κάθε περίπτωση, τέλος –και εδώ πρόκειται για τις πιο προοδευτικές εκδοχές του επιχειρήματος–, «άλλο» ο (κακός) οικονομικός φιλελευθερισμός και «άλλο» ο πολιτικός, που διαθέτει το τεκμήριο της δημοκρατικής αθωότητας – άρα μπορεί να αυτοπροβάλλεται (και ενίοτε να πείθει) ως το έσχατο όριο της δημοκρατικής σκέψης.
Παραθέτοντάς τα όλα αυτά, επιχείρησα να συνοψίσω της δυσκολίες που συναντά κανείς στην προσπάθεια να αμφισβητήσει το φιλελευθερισμό ως κοινωνική και πολιτική θεωρία, να απορρίψει δηλαδή την άποψη ότι η ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας είναι (μόνο) αυτή που στηρίζεται στις απρόσωπες δομές της Αγοράς και του Δικαίου – αντίθεση και απόρριψη ακριβώς από τη σκοπιά της δημοκρατίας και της δυνατότητας της κοινωνικής χειραφέτησης που φέρει στη δυναμική του ο Διαφωτισμός. Αν ωστόσο μια τέτοια υπόθεση είχε πάντοτε τη σημασία της, σήμερα συμβαίνει να είναι εξαιρετικά επίκαιρη και αναγκαία. Καθώς η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού δεν σηματοδοτεί φυσικά την κατάρρευσή του - αντίθετα, απειλεί με εξαφάνιση το κράτος δικαίου και ό,τι δημοκρατικό σήμανε μέχρι τώρα η αντιπροσωπευτική δημοκρατία-, η υπόθεση αυτή μοιάζει στις μέρες μας επείγουσα, στο βαθμό που ο εκβιασμός του, κατά τα άλλα ειρηνοποιού, συμβολαιακού φιλελευθερισμού («ανεχτείτε τον καπιταλισμό αν θέλετε να έχετε δικαιώματα») είναι σήμερα ολοένα και λιγότερο πειστικός για να συνθηκολογήσει κανείς μαζί του.
Είναι ο φιλελευθερισμός το άλλο όνομα της δημοκρατίας;
Νομίζω λοιπόν πως το πρώτο βήμα προς μια συνολική επανεξέταση των λογαριασμών μας με το φιλελευθερισμό θα ήταν η αναίρεση του δημοκρατικού «τεκμηρίου αθωότητας» που ο ίδιος μοιάζει μέχρι σήμερα να διαθέτει. «Η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ της δημοκρατικής και της φιλελεύθερης κοσμοαντίληψης», γράφει ο Κοσντάντζο Πρέβε, «έγκειται στο γεγονός ότι, στη δημοκρατική σύλληψη, το υπέρτατο αγαθό μπορούν όλοι να το απολαύσουν και είναι άμεσα κοινωνήσιμο σε όλους …Ο φιλελευθερισμός, αντίθετα, διαιρεί αυτή την ανθρωπολογική ενότητα, ακριβώς επειδή η σύλληψή του για το άτομο είναι εκείνη του ελληνικού α-τόμου και του λατινικού in-dividuum -προϊόντος της προηγηθείσας διαίρεσης και αποκοπής του από τις προηγούμενες κοινότητες». [3]
Αιώνες λοιπόν πριν τον υπερόπτη επίγονό του, ο «παλιός καλός» φιλελευθερισμός αποκόπτει το άτομο από την κοινότητα, κάνοντας αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «ροβινσωνισμό» (ανακατασκευάζοντας δηλαδή ολόκληρη την κοινωνία με σημείο εκκίνησης την αφαιρετική έννοια της απομονωμένης εργασίας του Ροβινσώνα Κρούσου» [4]) και ερχόμενος στη συνέχεια να αντιμετωπίσει ηθικά το πρόβλημα της αποκοπής του ατόμου από το μείζον αγαθό, το πρόβλημα δηλαδή της ιδιοκτησίας και των συνεπειών της αποκοπής του ατόμου από το jus in omnia. Ένας από τους τρόπους επανένωσης και σχετικοποίσης αυτών των συνεπειών θα είναι η εξίσωση των άνισων στη σφαίρα της πολιτικής, μέσω της θέσπισης της καθολικής ψηφοφορίας.
Δεν είναι παράλογο ότι η έννοια της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας», μιας επί της ουσίας «δημοκρατίας των αρίστων», θα μοιάζει αρχικά ως αντίφαση εν τοις όροις. Η εξέλιξη αυτή, κάθε άλλο παρά νομοτελειακή, αποτελούσε εντούτοις παραχώρηση της ολιγαρχίας, που ο δημοκρατικός αγώνας θα αξιοποιούσε προς διαφορετική κατεύθυνση - και που γι’αυτό η ολιγαρχία δεν έπαψε ποτέ μέχρι σήμερα να διεκδικεί. Στις μέρες μας, η ίδια αυτή ολιγαρχία περιορίζει δραστικά τις διαθέσιμες εναλλακτικές στην πολιτική «αγορά», την ίδια στιγμή που καταγγέλλει τις πέραν των εκλογών «παρεκτροπές» και την «υπερβολική» δημοκρατία, ως συμπτώματα …κρίσης της δημοκρατίας.
Φιλελευθερισμός και ελευθερία: μια φαντασιακή σχέση
Ένα δεύτερο βήμα για μια ριζική επαναξιολόγηση του φιλελευθερισμού θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, η υπόμνηση της «ειδικής» σχέσης του με την ελευθερία και τις βίαιες ουτοπίες που (δήθεν) αποτάσσεται, πάντοτε στο όνομα της ελευθεριακής αρχής.
Γράφει σχετικά ο Βικτόρ Κονσιντεράν, σοσιαλιστής του 19ου αιώνα: «Λένε: ‘ο στίβος είναι ανοιχτός, όλοι καλούνται στον αγώνα, οι συνθήκες είναι ίσες για όλους τους αγωνιστές’. Ωραιότατα· όμως ξεχνάμε ένα πράγμα: ότι σ’αυτό το μεγάλο πεδίο του πολέμου, οι μεν είναι μορφωμένοι, εμπειροπόλεμοι, οπλισμένοι ως τα δόντια, ότι έχουν στη διάθεσή τους τεράστια αποθέματα ανεφοδιασμού, υλικά, εφόδια και μηχανές πολέμου, ότι αυτοί κατέχουν όλες τις θέσεις, και ότι οι άλλοι, στερημένοι, γυμνοί, αδαείς, πεινασμένοι, για να ζήσουν …αναγκάζονται να εκλιπαρούν τους αντιπάλους τους για μια οποιαδήποτε δουλειά και ένα φτηνό μεροκάματο» [5].
Στην κλασική φιλελεύθερη παράδοση, λοιπόν, το καθεστώς αυτής της άνισης μεταξύ άνισων ελευθερίας, όση βία κι αν χρειάστηκε για να επιβληθεί (βία που συνήθως αποσιωπάται), ήταν -και είναι- προτιμότερο από το κυνήγι μιας ουτοπίας που, στο όνομα του μείζονος καλού, θα έθετε σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη και την πρόοδο. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ακριβώς η έκλειψη μιας ουτοπίας αντίρροπης στην αιώνια (καπιταλιστική) κοινωνική ειρήνη αυτή που επέτρεψε στους «δαίμονες εν ελευθερία» αστούς να παίζουν, τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς αντίπαλο, ξεδιπλώνοντας με ειρηνικά και βίαια μέσα τη δική τους ουτοπία. Ανάμεσα σε άλλα, η ήττα της αντίρροπης αυτής κίνησης στην ουτοπία των αυτορρυθμιζόμενων αγορών έχει σήμερα ως αποτέλεσμα την, από πολλές απόψεις, επιστροφή των δυτικών κοινωνιών πίσω στον 19ο αιώνα. Πρόκειται βεβαίως για μια επιστροφή, τη βιαιότητα της οποίας μπορούμε πια να τεκμηριώσουμε επαρκώς και εκ πείρας.
Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός: μια οριστική ρήξη με τη δημοκρατία
Ο ισχυρισμός ότι η άνευ αντιπάλου επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, μακράν του να αποτελεί σκαλί για την κοινωνική πρόοδο, συνιστά (βίαιη) οπισθοδρόμηση αιώνων, δεν είναι σχήμα λόγου, πολύ δε περισσότερο που η οπισθοδρόμηση αυτή εντοπίζεται πολύ πριν την τρέχουσα διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης. Στην πραγματικότητα, η οπισθοδρόμηση αυτή αφορά την ίδια τη ρήξη που σηματοδοτεί το σύγχρονο φιλελεύθερο επιχείρημα σε σχέση με την κλασική πολιτική οικονομία - άσχετα αν, κατά τα λοιπά, το ίδιο διακηρύσσει την πρόθεσή του να επιστρέψει στις αρχικές «πηγές».
Η ρήξη αυτή, από την άλλη πλευρά, παραείναι σοβαρή για να αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα ως «υπερβολή» του οικονομικού φιλελευθερισμού: πρόκειται όχι μόνο για παραίτηση του νέου φιλελευθερισμού από τις αξιώσεις της κριτικής που διέθετε ο προκάτοχός του (έστω κι αν ο τελευταίος θα πριμοδοτούσε σε τελική ανάλυση το «μετριασμένο εγωισμό» έναντι της «συμπάθειας», για να ανατρέξουμε στον Άνταμ Σμιθ), αλλά και για απομάκρυνσή του από βασικά στοιχεία της παράδοσης του Διαφωτισμού.
Η εν λόγω οπισθοδρόμηση είναι, έτσι, ορατή στις εξής διαστάσεις του σύγχρονου φιλελεύθερου επιχειρήματος [6]:
α) την ανορθολογική του διάσταση, καθώς η επιμονή του σύγχρονου φιλελευθερισμού στην πολυπλοκότητα του κοινωνικού κάνει αδύνατη τη σύλληψη της κοινωνίας ως συνόλου σχέσεων. Το αποτέλεσμα εδώ είναι να αμφισβητείται ο ορθολογισμός της «κατασκευής» που χαρακτηρίζει την κλασική πολιτική θεωρία - τα «παλιά», δηλαδή, θεωρητικά «εργαλεία». Αντί γι΄αυτά τα τελευταία, το σύγχρονο επιχείρημα προτιμά μια αντιφιλοσοφική «ψυχολογική» θεωρία της γνώσης, που δίνει έμφαση στα ανθρώπινα κίνητρα·
β) τη συντηρητική του διάσταση, καθώς στο πλαίσιο του σύγχρονου φιλελευθερισμού, οι κανόνες γίνονται αντιληπτοί ως προϊόντα φυσικής περίπου επιλογής, που αντλούν τη νομιμότητά τους από την παραδοσιακά επιβεβαιωμένη «λειτουργικότητά» τους. Είναι προφανές ότι η κριτική εξοβελίζεται: κάθε αλλαγή θα προκύψει φυσικά, τότε και μόνο όταν οι παλιοί κανόνες θα έχουν πάψει να είναι λειτουργικοί για την εκδίπλωση των ατομικών στόχων·
γ) την αντικοινωνική του διάσταση, καθώς στη λογική του σύγχρονου φιλελευθερισμού οι ατομικές πράξεις αποχωρίζονται από το κοινωνικό επίπεδο (΄Society? there is not such a thing...΄), το δε τελευταίο δεν επιδρά σε αυτές, ενώ οι όποιες παρεμβάσεις στο όνομα της κοινωνικής συνοχής ενοχοποιούνται με το επιχείρημα ότι επιβάλλουν «προνομιακές» και ολοκληρωτικού τύπου ρυθμίσεις. Η κριτική αυτή αφορά κατ’εξοχήν τις μεταπολεμικές προνοιακές πολιτικές, η νεοφιλελεύθερη εμμονή με τις οποίες θυμίζει την υστερία των δικών μας φιλελεύθερων εναντίον της Μεταπολίτευσης·
δ) την αντιπολιτική του διάσταση, στο πλαίσιο της οποίας η «ίδρυση» της ατομικής ιδιοκτησίας νοείται ως «κτήση δικαιώματος» χωρίς καμιά σημασία για την πολιτική. Στην ίδια λογική, εξάλλου, η φορολογία επί της ιδιοκτησίας αντιμετωπίζεται ως καταχρηστικά επιβαλλόμενη-αναγκαστική εργασία, ρύθμιση που τελικά ευνοεί, στη λογική των νέων φιλελεύθερων, τον κοινωνικό παρασιτισμό·
ε) την αντιδημοκρατική του διάσταση, καθώς η νεοφιλελεύθερη κριτική της ισότητας συμπαρασύρει ακόμα και την έννοια της ισότητας ως προς το νόμο, στο όνομα μιας ελευθερίας που δεν αποτελεί ιδεώδες για την πράξη, αλλά άθροισμα επιμέρους μορφών ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτό, προφανώς δεν είναι παράλογη η όλο και πιο «κανονική» ροπή του σύγχρονου φιλελευθερισμού προς την αποφασιοκρατία (ντεσιζιονισμό), προκειμένου ακριβώς να αποφύγουμε «ολοκληρωτικού» χαρακτήρα περιορισμούς της ιδιωτικής αρχής και της ελευθερίας.
Οικονομικός ή πολιτικός φιλελευθερισμός;
Μήπως, όμως, όλα αυτά δεν είναι παρά αποτελέσματα της επικράτησης του μοχθηρού οικονομικού φιλελευθερισμού έναντι του αγγελικούπολιτικού; Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά έχει δείξει αρκετά εύγλωττα γιατί ο φιλελευθερισμός δεν είναι θεωρία «διπλής εισόδου», αλλά οι δύο του όψεις αποτελούν μέρη μιας φιλοσοφικά αναγκαίας ενότητας. Αν η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, το όριο μεταξύ των δύο το καθορίζει η αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού και της προάσπισης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας: «[Ο] φιλελευθερισμός, για να αποκρούσει τη σοσιαλιστική κριτική, ανακαλύπτει ότι δεν έχει στη διάθεσή του άλλη συνεκτική επιλογή παρά να δώσει ως υπερεργολαβία στους μηχανισμούς της Αγοράς να επιλύσουν τις συστατικές του Δικαίου αντινομίες… Για έναν φιλελεύθερο εντελώς συνεπή, η εξουσία οφείλει βεβαίως να μένει εντός των ορίων της και να αρκείται στο να είναι δίκαιη. Είναι όμως η Οικονομία που θα μας κάνει ευτυχείς, και μέσα στη φόρα που έχει πάρει, καλούς και αδελφωμένους». [7]
Είναι λοιπόν η αποτυχία της οικονομικής Μεγέθυνσης να κάνει αδελφούς τους «δαίμονες εν ελευθερία», αλλά και η πολλαπλά τεκμηριωμένη ανικανότητα των υποστασιοποιημένων «αγορών» και του «εμπορικού αντιρατσισμού» να πετύχουν την ειρήνευση και την αλληλεγγύη, οι λόγοι που σήμερα χρειάζεται να σκεφτόμαστε τους φιλελεύθερους ως ένα είδος σταλινικών το 1989 –και μάλιστα χωρίς καν το ευγενές όραμα της παγκόσμιας κοινωνικής δικαιοσύνης. Πριν απ’όλα, όμως, είναι λόγοι να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε τη δημοκρατία πέρα από την προκρούστεια κλίνη του φιλελευθερισμού: ως ελεύθερη ισότητα και ως ίση ελευθερία, αλλά και ως ουτοπία που οφείλει κανείς να αντιτάξει απέναντι σε μια αυτοκρατορία ανίκανη να υποσχεθεί οτιδήποτε - ακόμα και τη διατήρηση της κοινωνίας στα όρια του ελάχιστου κακού.
[1] Jacques Rancière (2009), Το μίσος για τη δημοκρατία (μετάφραση-επίμετρο: Βίκυ Ιακώβου), Πεδίο: Αθήνα
[2] Νίκος Δήμου, «10 Θέσεις για τον Φιλελευθερισμό», Lifo 7.7.2011 [http://www.ndimou.gr/articledisplay.asp?time_id=687&cat_id=45]
[4] ό.π.
[5] Παρατίθεται στο: Jean-Claude Michéa (2008), Η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού. Δοκίμιο για τον φιλελεύθερο πολιτισμό (μετάφραση: Άγγελος Ελεφάντης), Πόλις: Αθήνα
[6] Σε ό,τι ακολουθεί, συνοψίζω την επιχειρηματολογία του Μανόλη Αγγελίδη στο: Μανόλης Αγγελίδης (1993), Φιλελευθερισμός: κλασικός και νέος. Ζητήματα συνέχειας και ασυνέχειας στο φιλελεύθερο εγχείρημα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα: Αθήνα
[7] Michéa, ό.π.
"Αν μπορούμε να σκεφτούμε μια κοινωνία μετά τον καπιταλισμό, τότε χρειάζεται να σκεφτούμε και τη δημοκρατία μετά τα όρια του φιλελεύθερου επιχειρήματος"
Παρά την οικτρή αποτυχία των νεοφιλελεύθερων, και δη στο πεδίο της «αποτελεσματικότητας», όπου φιλοδοξούσαν να διακριθούν, η αντίθεση στο φιλελευθερισμό μοιάζει, και σήμερα ακόμα, κάθε άλλο παρά αυτονόητη. Όσο κραυγαλέα ασυμβίβαστη κι αν αποδεικνύεται, έτσι, η επαγγελία της ελευθερίας και των δικαιωμάτων με την πρωτοφανή συσσώρευση μέσων καταναγκασμού, την ενίσχυση των συνόρων απέναντι στους ξένους φτωχούς και την ιμπεριαλιστική βία, όσο σταθερά κι αν προσχωρούν τα καπιταλιστικά κράτη στο δόγμα «ελευθερία είναι ακριβώς το να παραβιάζεις» (την ίδια στιγμή που βεβαίως εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται φιλελεύθερα και δημοκρατικά…), τέτοιες και άλλες εκτροπές ουδόλως ανησυχούν τους φιλελεύθερους διανοουμένους, που προθύμως στοιχίζονται στην εκάστοτε κρατική στρατηγική. Και όσοι όμως επιχειρούν να ασκήσουν κριτική σε όλα αυτά, συχνά εννοούν να αυτοεγκλωβίζονται στο πλαίσιο των αποδεκτών ορίων που επιβάλλει ο φιλελευθερισμός, καταξιώνοντάς τον τελικά σε μόνη δυνατή γλώσσα για την πολιτική συνεννόηση.
Για όλους αυτούς τους λόγους, και αν όντως είναι επείγον να σκεφτούμε έναν κόσμο χωρίς καπιταλισμό, έχει νομίζω σημασία να ασχοληθούμε όχι πια τόσο με την όποια εντιμότητα των φιλελεύθερων, όσο με τις βασικές τους παραδοχές και τις «διαδρομές» της επιχειρηματολογίας τους. Μια τέτοια ενασχόληση θα σχετικοποιούσε, νομίζω, τη φαινομενικά ακατανίκητη γοητεία που (παραδόξως;) ασκεί ακόμα ο φιλελευθερισμός.
Φιλελευθερισμοί
Για να αντιπαρατεθούμε βεβαίως με το φιλελευθερισμό, χρειάζεται πρώτα να συνεννοηθούμε σε τι είμαστε αντίθετοι: η ευρωπαϊκή αριστερά χρησιμοποιεί τον όρο για να αποφύγει τη λέξη-ταμπού «καπιταλισμός», η ευρωπαϊκή δεξιά τον μετατρέπει σε κοσμοείδωλο, σύμφωνα με το οποίο η ελεύθερη αγορά και η δημοκρατία συμπορεύονται, ενώ για την αμερικανική ευαγγελική δεξιά, liberal είναι ένας αριστεριστής που καταστρέφει τη θρησκεία, την οικογένεια και την κοινωνία [1]. Για ορισμένους φιλελεύθερους, από την άλλη, ο φιλελευθερισμός είναι η μόνη νοητή έκφραση της δημοκρατίας, και τόσο άρρηκτα συνδεδεμένος με το Διαφωτισμό, που με το να δηλώνει κανείς αντιφιλελεύθερος, αυτόματα εγείρει υποψίες ότι νοσταλγεί τις παραδοσιακές κοινότητες ή τα (πάσης απόχρωσης) στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αν πάλι, κατά την ίδια λογική, κάποιος δεν είναι τίποτα από όλα αυτά, το να αντιτίθεται στο φιλελευθερισμό ενώ το κράτος δικαίου και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία συρρικνώνονται δραματικά, μοιάζει τουλάχιστον παράδοξο. «Ο κλασικός οικονομικός φιλελευθερισμός», σημειώνει κάπου ο Νίκος Δήμου, «εμπεριέχει μέριμνα για τον άνθρωπο, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός είναι η υπερβολή του» [2] (κάτι σαν υπερβολική μέριμνα για τον άνθρωπο, ας πούμε…). Σε κάθε περίπτωση, τέλος –και εδώ πρόκειται για τις πιο προοδευτικές εκδοχές του επιχειρήματος–, «άλλο» ο (κακός) οικονομικός φιλελευθερισμός και «άλλο» ο πολιτικός, που διαθέτει το τεκμήριο της δημοκρατικής αθωότητας – άρα μπορεί να αυτοπροβάλλεται (και ενίοτε να πείθει) ως το έσχατο όριο της δημοκρατικής σκέψης.
Παραθέτοντάς τα όλα αυτά, επιχείρησα να συνοψίσω της δυσκολίες που συναντά κανείς στην προσπάθεια να αμφισβητήσει το φιλελευθερισμό ως κοινωνική και πολιτική θεωρία, να απορρίψει δηλαδή την άποψη ότι η ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας είναι (μόνο) αυτή που στηρίζεται στις απρόσωπες δομές της Αγοράς και του Δικαίου – αντίθεση και απόρριψη ακριβώς από τη σκοπιά της δημοκρατίας και της δυνατότητας της κοινωνικής χειραφέτησης που φέρει στη δυναμική του ο Διαφωτισμός. Αν ωστόσο μια τέτοια υπόθεση είχε πάντοτε τη σημασία της, σήμερα συμβαίνει να είναι εξαιρετικά επίκαιρη και αναγκαία. Καθώς η αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού δεν σηματοδοτεί φυσικά την κατάρρευσή του - αντίθετα, απειλεί με εξαφάνιση το κράτος δικαίου και ό,τι δημοκρατικό σήμανε μέχρι τώρα η αντιπροσωπευτική δημοκρατία-, η υπόθεση αυτή μοιάζει στις μέρες μας επείγουσα, στο βαθμό που ο εκβιασμός του, κατά τα άλλα ειρηνοποιού, συμβολαιακού φιλελευθερισμού («ανεχτείτε τον καπιταλισμό αν θέλετε να έχετε δικαιώματα») είναι σήμερα ολοένα και λιγότερο πειστικός για να συνθηκολογήσει κανείς μαζί του.
Είναι ο φιλελευθερισμός το άλλο όνομα της δημοκρατίας;
Νομίζω λοιπόν πως το πρώτο βήμα προς μια συνολική επανεξέταση των λογαριασμών μας με το φιλελευθερισμό θα ήταν η αναίρεση του δημοκρατικού «τεκμηρίου αθωότητας» που ο ίδιος μοιάζει μέχρι σήμερα να διαθέτει. «Η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ της δημοκρατικής και της φιλελεύθερης κοσμοαντίληψης», γράφει ο Κοσντάντζο Πρέβε, «έγκειται στο γεγονός ότι, στη δημοκρατική σύλληψη, το υπέρτατο αγαθό μπορούν όλοι να το απολαύσουν και είναι άμεσα κοινωνήσιμο σε όλους …Ο φιλελευθερισμός, αντίθετα, διαιρεί αυτή την ανθρωπολογική ενότητα, ακριβώς επειδή η σύλληψή του για το άτομο είναι εκείνη του ελληνικού α-τόμου και του λατινικού in-dividuum -προϊόντος της προηγηθείσας διαίρεσης και αποκοπής του από τις προηγούμενες κοινότητες». [3]
Αιώνες λοιπόν πριν τον υπερόπτη επίγονό του, ο «παλιός καλός» φιλελευθερισμός αποκόπτει το άτομο από την κοινότητα, κάνοντας αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «ροβινσωνισμό» (ανακατασκευάζοντας δηλαδή ολόκληρη την κοινωνία με σημείο εκκίνησης την αφαιρετική έννοια της απομονωμένης εργασίας του Ροβινσώνα Κρούσου» [4]) και ερχόμενος στη συνέχεια να αντιμετωπίσει ηθικά το πρόβλημα της αποκοπής του ατόμου από το μείζον αγαθό, το πρόβλημα δηλαδή της ιδιοκτησίας και των συνεπειών της αποκοπής του ατόμου από το jus in omnia. Ένας από τους τρόπους επανένωσης και σχετικοποίσης αυτών των συνεπειών θα είναι η εξίσωση των άνισων στη σφαίρα της πολιτικής, μέσω της θέσπισης της καθολικής ψηφοφορίας.
Δεν είναι παράλογο ότι η έννοια της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας», μιας επί της ουσίας «δημοκρατίας των αρίστων», θα μοιάζει αρχικά ως αντίφαση εν τοις όροις. Η εξέλιξη αυτή, κάθε άλλο παρά νομοτελειακή, αποτελούσε εντούτοις παραχώρηση της ολιγαρχίας, που ο δημοκρατικός αγώνας θα αξιοποιούσε προς διαφορετική κατεύθυνση - και που γι’αυτό η ολιγαρχία δεν έπαψε ποτέ μέχρι σήμερα να διεκδικεί. Στις μέρες μας, η ίδια αυτή ολιγαρχία περιορίζει δραστικά τις διαθέσιμες εναλλακτικές στην πολιτική «αγορά», την ίδια στιγμή που καταγγέλλει τις πέραν των εκλογών «παρεκτροπές» και την «υπερβολική» δημοκρατία, ως συμπτώματα …κρίσης της δημοκρατίας.
Φιλελευθερισμός και ελευθερία: μια φαντασιακή σχέση
Ένα δεύτερο βήμα για μια ριζική επαναξιολόγηση του φιλελευθερισμού θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, η υπόμνηση της «ειδικής» σχέσης του με την ελευθερία και τις βίαιες ουτοπίες που (δήθεν) αποτάσσεται, πάντοτε στο όνομα της ελευθεριακής αρχής.
Γράφει σχετικά ο Βικτόρ Κονσιντεράν, σοσιαλιστής του 19ου αιώνα: «Λένε: ‘ο στίβος είναι ανοιχτός, όλοι καλούνται στον αγώνα, οι συνθήκες είναι ίσες για όλους τους αγωνιστές’. Ωραιότατα· όμως ξεχνάμε ένα πράγμα: ότι σ’αυτό το μεγάλο πεδίο του πολέμου, οι μεν είναι μορφωμένοι, εμπειροπόλεμοι, οπλισμένοι ως τα δόντια, ότι έχουν στη διάθεσή τους τεράστια αποθέματα ανεφοδιασμού, υλικά, εφόδια και μηχανές πολέμου, ότι αυτοί κατέχουν όλες τις θέσεις, και ότι οι άλλοι, στερημένοι, γυμνοί, αδαείς, πεινασμένοι, για να ζήσουν …αναγκάζονται να εκλιπαρούν τους αντιπάλους τους για μια οποιαδήποτε δουλειά και ένα φτηνό μεροκάματο» [5].
Στην κλασική φιλελεύθερη παράδοση, λοιπόν, το καθεστώς αυτής της άνισης μεταξύ άνισων ελευθερίας, όση βία κι αν χρειάστηκε για να επιβληθεί (βία που συνήθως αποσιωπάται), ήταν -και είναι- προτιμότερο από το κυνήγι μιας ουτοπίας που, στο όνομα του μείζονος καλού, θα έθετε σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη και την πρόοδο. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ακριβώς η έκλειψη μιας ουτοπίας αντίρροπης στην αιώνια (καπιταλιστική) κοινωνική ειρήνη αυτή που επέτρεψε στους «δαίμονες εν ελευθερία» αστούς να παίζουν, τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς αντίπαλο, ξεδιπλώνοντας με ειρηνικά και βίαια μέσα τη δική τους ουτοπία. Ανάμεσα σε άλλα, η ήττα της αντίρροπης αυτής κίνησης στην ουτοπία των αυτορρυθμιζόμενων αγορών έχει σήμερα ως αποτέλεσμα την, από πολλές απόψεις, επιστροφή των δυτικών κοινωνιών πίσω στον 19ο αιώνα. Πρόκειται βεβαίως για μια επιστροφή, τη βιαιότητα της οποίας μπορούμε πια να τεκμηριώσουμε επαρκώς και εκ πείρας.
Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός: μια οριστική ρήξη με τη δημοκρατία
Ο ισχυρισμός ότι η άνευ αντιπάλου επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, μακράν του να αποτελεί σκαλί για την κοινωνική πρόοδο, συνιστά (βίαιη) οπισθοδρόμηση αιώνων, δεν είναι σχήμα λόγου, πολύ δε περισσότερο που η οπισθοδρόμηση αυτή εντοπίζεται πολύ πριν την τρέχουσα διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης. Στην πραγματικότητα, η οπισθοδρόμηση αυτή αφορά την ίδια τη ρήξη που σηματοδοτεί το σύγχρονο φιλελεύθερο επιχείρημα σε σχέση με την κλασική πολιτική οικονομία - άσχετα αν, κατά τα λοιπά, το ίδιο διακηρύσσει την πρόθεσή του να επιστρέψει στις αρχικές «πηγές».
Η ρήξη αυτή, από την άλλη πλευρά, παραείναι σοβαρή για να αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα ως «υπερβολή» του οικονομικού φιλελευθερισμού: πρόκειται όχι μόνο για παραίτηση του νέου φιλελευθερισμού από τις αξιώσεις της κριτικής που διέθετε ο προκάτοχός του (έστω κι αν ο τελευταίος θα πριμοδοτούσε σε τελική ανάλυση το «μετριασμένο εγωισμό» έναντι της «συμπάθειας», για να ανατρέξουμε στον Άνταμ Σμιθ), αλλά και για απομάκρυνσή του από βασικά στοιχεία της παράδοσης του Διαφωτισμού.
Η εν λόγω οπισθοδρόμηση είναι, έτσι, ορατή στις εξής διαστάσεις του σύγχρονου φιλελεύθερου επιχειρήματος [6]:
α) την ανορθολογική του διάσταση, καθώς η επιμονή του σύγχρονου φιλελευθερισμού στην πολυπλοκότητα του κοινωνικού κάνει αδύνατη τη σύλληψη της κοινωνίας ως συνόλου σχέσεων. Το αποτέλεσμα εδώ είναι να αμφισβητείται ο ορθολογισμός της «κατασκευής» που χαρακτηρίζει την κλασική πολιτική θεωρία - τα «παλιά», δηλαδή, θεωρητικά «εργαλεία». Αντί γι΄αυτά τα τελευταία, το σύγχρονο επιχείρημα προτιμά μια αντιφιλοσοφική «ψυχολογική» θεωρία της γνώσης, που δίνει έμφαση στα ανθρώπινα κίνητρα·
β) τη συντηρητική του διάσταση, καθώς στο πλαίσιο του σύγχρονου φιλελευθερισμού, οι κανόνες γίνονται αντιληπτοί ως προϊόντα φυσικής περίπου επιλογής, που αντλούν τη νομιμότητά τους από την παραδοσιακά επιβεβαιωμένη «λειτουργικότητά» τους. Είναι προφανές ότι η κριτική εξοβελίζεται: κάθε αλλαγή θα προκύψει φυσικά, τότε και μόνο όταν οι παλιοί κανόνες θα έχουν πάψει να είναι λειτουργικοί για την εκδίπλωση των ατομικών στόχων·
γ) την αντικοινωνική του διάσταση, καθώς στη λογική του σύγχρονου φιλελευθερισμού οι ατομικές πράξεις αποχωρίζονται από το κοινωνικό επίπεδο (΄Society? there is not such a thing...΄), το δε τελευταίο δεν επιδρά σε αυτές, ενώ οι όποιες παρεμβάσεις στο όνομα της κοινωνικής συνοχής ενοχοποιούνται με το επιχείρημα ότι επιβάλλουν «προνομιακές» και ολοκληρωτικού τύπου ρυθμίσεις. Η κριτική αυτή αφορά κατ’εξοχήν τις μεταπολεμικές προνοιακές πολιτικές, η νεοφιλελεύθερη εμμονή με τις οποίες θυμίζει την υστερία των δικών μας φιλελεύθερων εναντίον της Μεταπολίτευσης·
δ) την αντιπολιτική του διάσταση, στο πλαίσιο της οποίας η «ίδρυση» της ατομικής ιδιοκτησίας νοείται ως «κτήση δικαιώματος» χωρίς καμιά σημασία για την πολιτική. Στην ίδια λογική, εξάλλου, η φορολογία επί της ιδιοκτησίας αντιμετωπίζεται ως καταχρηστικά επιβαλλόμενη-αναγκαστική εργασία, ρύθμιση που τελικά ευνοεί, στη λογική των νέων φιλελεύθερων, τον κοινωνικό παρασιτισμό·
ε) την αντιδημοκρατική του διάσταση, καθώς η νεοφιλελεύθερη κριτική της ισότητας συμπαρασύρει ακόμα και την έννοια της ισότητας ως προς το νόμο, στο όνομα μιας ελευθερίας που δεν αποτελεί ιδεώδες για την πράξη, αλλά άθροισμα επιμέρους μορφών ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτό, προφανώς δεν είναι παράλογη η όλο και πιο «κανονική» ροπή του σύγχρονου φιλελευθερισμού προς την αποφασιοκρατία (ντεσιζιονισμό), προκειμένου ακριβώς να αποφύγουμε «ολοκληρωτικού» χαρακτήρα περιορισμούς της ιδιωτικής αρχής και της ελευθερίας.
Οικονομικός ή πολιτικός φιλελευθερισμός;
Μήπως, όμως, όλα αυτά δεν είναι παρά αποτελέσματα της επικράτησης του μοχθηρού οικονομικού φιλελευθερισμού έναντι του αγγελικούπολιτικού; Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά έχει δείξει αρκετά εύγλωττα γιατί ο φιλελευθερισμός δεν είναι θεωρία «διπλής εισόδου», αλλά οι δύο του όψεις αποτελούν μέρη μιας φιλοσοφικά αναγκαίας ενότητας. Αν η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, το όριο μεταξύ των δύο το καθορίζει η αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού και της προάσπισης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας: «[Ο] φιλελευθερισμός, για να αποκρούσει τη σοσιαλιστική κριτική, ανακαλύπτει ότι δεν έχει στη διάθεσή του άλλη συνεκτική επιλογή παρά να δώσει ως υπερεργολαβία στους μηχανισμούς της Αγοράς να επιλύσουν τις συστατικές του Δικαίου αντινομίες… Για έναν φιλελεύθερο εντελώς συνεπή, η εξουσία οφείλει βεβαίως να μένει εντός των ορίων της και να αρκείται στο να είναι δίκαιη. Είναι όμως η Οικονομία που θα μας κάνει ευτυχείς, και μέσα στη φόρα που έχει πάρει, καλούς και αδελφωμένους». [7]
Είναι λοιπόν η αποτυχία της οικονομικής Μεγέθυνσης να κάνει αδελφούς τους «δαίμονες εν ελευθερία», αλλά και η πολλαπλά τεκμηριωμένη ανικανότητα των υποστασιοποιημένων «αγορών» και του «εμπορικού αντιρατσισμού» να πετύχουν την ειρήνευση και την αλληλεγγύη, οι λόγοι που σήμερα χρειάζεται να σκεφτόμαστε τους φιλελεύθερους ως ένα είδος σταλινικών το 1989 –και μάλιστα χωρίς καν το ευγενές όραμα της παγκόσμιας κοινωνικής δικαιοσύνης. Πριν απ’όλα, όμως, είναι λόγοι να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε τη δημοκρατία πέρα από την προκρούστεια κλίνη του φιλελευθερισμού: ως ελεύθερη ισότητα και ως ίση ελευθερία, αλλά και ως ουτοπία που οφείλει κανείς να αντιτάξει απέναντι σε μια αυτοκρατορία ανίκανη να υποσχεθεί οτιδήποτε - ακόμα και τη διατήρηση της κοινωνίας στα όρια του ελάχιστου κακού.
[1] Jacques Rancière (2009), Το μίσος για τη δημοκρατία (μετάφραση-επίμετρο: Βίκυ Ιακώβου), Πεδίο: Αθήνα
[2] Νίκος Δήμου, «10 Θέσεις για τον Φιλελευθερισμό», Lifo 7.7.2011 [http://www.ndimou.gr/articledisplay.asp?time_id=687&cat_id=45]
[3] Κονστάντζο Πρέβε (2001), «Η Δημοκρατία κατά του Φιλελευθερισμού, από τον Σπινόζα μέχρι το σενάριο της παγκοσμιοποίησης», Θέσεις, τεύχος 76 [http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=750&Itemid=29]
[4] ό.π.
[5] Παρατίθεται στο: Jean-Claude Michéa (2008), Η αυτοκρατορία του μικρότερου κακού. Δοκίμιο για τον φιλελεύθερο πολιτισμό (μετάφραση: Άγγελος Ελεφάντης), Πόλις: Αθήνα
[6] Σε ό,τι ακολουθεί, συνοψίζω την επιχειρηματολογία του Μανόλη Αγγελίδη στο: Μανόλης Αγγελίδης (1993), Φιλελευθερισμός: κλασικός και νέος. Ζητήματα συνέχειας και ασυνέχειας στο φιλελεύθερο εγχείρημα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα: Αθήνα
[7] Michéa, ό.π.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου