Α. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΕΞΟΥΣΙΩΝ
Μετά την φωτεινή παρένθεση της πάνδημης Αθηναϊκής Δημοκρατίας του 5ου π.χ. αιώνα, το ιδανικό της δημοκρατίας, για ατέλειωτους σκοτεινούς αιώνες μυθοποιήθηκε και το δημοκρατικό Ιδεώδες, περνώντας από ατέλειωτες περιπέτειες παραχαράξεων και παρανοήσεων, παρέμενε απροσπέλαστο όραμα των λαών.
Μόνο μετά από τη Magna Carta των άγγλων βαρόνων, τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, τη Γαλλική Επανάσταση και εκατόμβες θυσιών, η λαϊκή κυριαρχία και το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης των λαών με τη θεσμική διάκριση των τριών λειτουργιών της εξουσίας, πρόβαλε στην πολιτική πρακτική ως αυτονόητη κατάκτηση της πολιτισμένης ανθρωπότητας και ως πολύτιμος σύμμαχος της κοινωνίας ενάντια στην αυθαιρεσία της εξουσίας.
1. Οι τρεις «εξουσίες»
Σύμφωνα με τη θεωρία που έχει επικρατήσει στην επιστήμη, η κρατική εξουσία εκδηλώνεται,
(α) με τη θέσπιση κανόνων δικαίου,
(β) με την εκτέλεση (εφαρμογή) των κανόνων δικαίου, και
(γ) με την επίλυση των διαφορών που είναι δυνατό να προκύψουν από την εφαρμογή των κανόνων δικαίου.
Οι τρεις αυτές λειτουργίες της άσκησης της κρατικής εξουσίας αποτελούν αντίστοιχα τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική λειτουργία της. Οι λειτουργίες αυτές, άνκαι συνυπήρχαν σε κάθε κράτος, ήσαν περισότερο ή λιγότερο διακριτές, ανάλογα με τη μορφή που είχε το πολίτευμα σε μια συγκεκριμένη χώρα.
Εξετάζοντας την δομή ακόμα και πρωτόγονων κοινωνιών ανθρώπων οι οποίες ήταν έστω και υποτυπωδώς οργανωμένες, διαπιστώνουμε την ύπαρξη των τριών λειτουργιών της εξουσίας. Έτσι, διαπιστώνουμε ότι κάποιο ή κάποια μέλη της ομάδας έθεταν κανόνες συμπεριφοράς, με συνειδητή πρόθεση να διέπουν οι κανόνες αυτοί την δραστηριότητα και τις σχέσεις των μελών της ομάδας. Επίσης, κάποιο ή κάποια μέλη της ομάδας ήταν επιφορτισμένα με την παρακολούθηση της εφαρμογής των κανόνων από τα υπόλοιπα μέλη. Τέλος, σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων, κάποιο ή κάποια από τα μέλη της ομάδας αξιολογούσαν την παραβίαση και είχαν την ευθύνη και την εξουσία να επιβάλλουν τιμωρίες, ανάλογες συνήθως προς τη σοβαρότητα της παραβίασης.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η κάθε εξουσία που ασκείται σε ομάδα ανθρώπων, είτε με τη μορφή κρατικής διαχείρισης είτε ακόμα και υπό την πιο χαλαρή μορφή διαχείρισης της διοίκησης ομάδας ανθρώπων εκφράζεται, ηθελημένα ή και αθέλητα, από την ύπαρξη των τριών λειτουργιών της εξουσίας, οι οποίες μπορεί να ασκούνται από το ίδιο ή από διαφορετικά όργανα.
Είναι σήμερα προφανές ότι η αναγκαιότητα της θεσμικής καθιέρωσης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών εδράζεται στην ανάγκη του δημοκρατικού πολιτεύματος για διασφάλιση και περιφρούρηση της ισοτιμίας και ισονομίας των πολιτών, μέσα από την αυτονομία και αυτοτέλεια της άσκησης της αρμοδιότητας κάθε μιας από τις λειτουργίες της πολιτειακής εξουσίας.
2. Ουσιαστική «διάκριση» των λειτουργιών της εξουσίας
Η διάκριση των λειτουργιών νοείται είτε μόνο ως ουσιαστική είτε και ως τυπική ή οργανική. Ουσιαστική διάκριση λειτουργιών υπάρχει σε κάθε κράτος, ανεξάρτητα από τη μορφή του πολιτεύματος, γιατί η κρατική εξουσία εκδηλώνεται αναγκαστικά με τις τρεις αυτές μορφές.
Τυπική ή οργανική διάκριση υπάρχει όταν κάθε μια από τις τρεις λειτουργίες ασκείται από χωριστό κρατικό όργανο. Στην επιστήμη, η αναφορά σε διάκριση εξουσιών ή λειτουργιών του κράτους παραπέμπει στην τυπική ή οργανική διάκριση, η οποία έχει πολλές και σημαντικές νομικές συνέπειες για τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ φαίνεται ότι θεμελιωτής της θεωρίας της διάκρισης των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας είναι ο Έλληνας ιστορικός Πολύβιος. Στο έργο του Ιστορικά[1], ο Πολύβιος σημειώνει τρεις μορφές συνταγματικής δομής, τη μοναρχία, την ολιγαρχία και τη δημοκρατία. Μέσα από την ιστορική και πολιτική πραγματικότητα, ο Πολύβιος διαπιστώνει πως η μοναρχία καταλήγει σε τυραννία. Τότε η τυραννία ανατρέπεται από την ολιγαρχία (ή αριστοκρατία), η οποία με τη σειρά της ανατρέπεται από τη δημοκρατία. Η δημοκρατία εξελισσόταν σε οχλοκρατία, οπότε επενέβαινε κάποιος ισχυρός άνδρας για να εγκαθιδρύσει μοναρχία. Ο φαύλος κύκλος της εναλλαγής πολιτεύματος χαρακτηρίζεται από τον Πολύβιο ως «ανακύκλωση».
Η λύση στην πολιτική αστάθεια στην οποία αναπόφευκτα οδηγούσε η ανακύκλωση του πολιτειακού συστήματος ήταν, κατά τον Πολύβιο, το μικτό σύνταγμα. Ως παράδειγμα τέτοιας μικτής συνταγματικής τάξης αναφέρει ο Πολύβιος τη δημοκρατική Ρώμη, στην οποία συναντώνται και οι τρεις μορφές εξουσίας: Μοναρχία, με τη μορφή του εκλεγμένου άρχοντα (Consul), ολιγαρχία ή αριστοκρατία με τη μορφή της Συγκλήτου (Senate) και δημοκρατία με τη μορφή των λαϊκών συνελεύσεων (Comitia Centuriata). Έτσι έχουμε τις τρεις λειτουργίες της κρατικής εξουσίας να ασκούνται από τρία διαφορετικά σώματα, καθένα από τα οποία ελέγχει τα άλλα δύο.
Ο Πολύβιος δεν είναι ο μόνος που υπογράμμισε την αξία της μικτής συνταγματικής τάξης. Ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και ο Κικέρων είχαν τονίσει την ανωτερότητα της μικτής διακυβέρνησης και της διάκρισης των λειτουργιών της εξουσίας.
Ο Αριστοτέλης είχε διατυπώσει τη θεωρία της μικτής συνταγματικής τάξης, τόσο από την ουσιαστική όσο και από την τυπική της άποψη, κατατάσσοντας τα έργα της πόλης στο βουλευόμενο, στο περί τας αρχάς και στο δικάζον[2]. Αναφέρεται ότι και ο μαθητής του, Δικαίαρχος, είχε γράψει μελέτη πάνω στη διάκριση των λειτουργιών της πολιτείας, με τίτλο «τριπολιτικόν».
3. Τυπική «διάκριση» των λειτουργιών της εξουσίας
Την τυπική διάκριση των λειτουργιών της πολιτείας και, κατά συνέπεια, της εξουσίας, είχε υποστηρίξει με αναλυτικό επιστημονικό τρόπο ο Γάλλος φιλόσαφος Μοντεσκιέ, τον 18ο αιώνα, στο βιβλίο του, περί του πνεύματος των νόμων. Αξίζει να επισημανθεί ότι στην έρευνα του Χάρβαρντ αναφέρεται ότι ο Μοντεσκιέ έχει δανειστεί τόσο έντονα από τις ιδέες του Πολύβιου περί της «μικτής συνταγματικής τάξης», που θα ήταν ορθό να θεωρείται ο Πολύβιος ως ο «πατέρας» της θεωρίας της διάκρισης των εξουσιών (while Montesquieu may have presented the framers of the Constitution with the most modern incarnation of that principle--he borrows too heavily from Polybius and the ancient theory of the mixed constitution (mikth/) to be credited accurately as its originator).
Κατά τον Μοντεσκιέ, η συγκέντρωση όλων των λειτουργιών (εξουσιών) σε ένα πρόσωπο οδηγεί στην αυθαιρεσία. Κατά συνέπεια, για να εξασφαλιστεί η πολιτική ελευθερία του ατόμου πρέπει οι τρεις κρατικές λειτουργίες να ασκούνται από διαφορετικά πρόσωπα, ώστε η μια εξουσία να αναχαιτίζει την άλλη[3].
Τη θεωρία του Μοντεσκιέ είχε υιοθετήσει η Γαλλική Επανάσταση, η οποία διεκήρυξε την αξία της τυπικής διάκρισης των εξουσιών για τη σύσταση και λειτουργία ενός δημοκρατικού κράτους. Το άρθρο 16 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 προνοούσε ότι,
«Η κοινωνία στην οποία δεν έχει εξασφαλιστεί η εγγύηση των (ανθρωπίνων) δικαιωμάτων, ούτε έχει καθοριστεί ο χωρισμός των εξουσιών, δεν έχει καθόλου συγκρότηση».
Η τυπική διάκριση των λειτουργιών της εξουσίας ενσωματώθηκε στη συνέχεια στο Γαλλικό Σύνταγμα του 1791.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η γαλλική Συντακτική Συνέλευση είχε στην ουσία παραποιήσει τη θεωρία του Μοντεσκιέ, καθιερώνοντας αυστηρή, άκαμπτη διάκριση των λειτουργιών της εξουσίας και απόλυτη ανεξαρτητοποίηση της κάθε μιας από τις άλλες. Κατά τη γαλλική Συντακτική Συνέλευση, κάθε εξουσία (pouvoir) αποτελούσε όχι μόνο ανεξάρτητο, αλλά και κυρίαρχο φορέα του τμήματος της κρατικής εξουσίας που αντιπροσώπευε.
Η ανελαστική αυτή θεώρηση καθιέρωσε ένα πρακτικά ανεφάρμοστο νομικό και πραγματικό καθεστώς, υιοθετώντας όχι τη θεωρία της ισοστάθμισης των ανεξάρτητων λειτουργιών της εξουσίας, αλλά της αποξένωσης και απομόνωσης της μιας από την άλλη.
Η διάκριση των κρατικών εξουσιών ή λειτουργιών δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Στην πράξη οι λειτουργίες της εξουσίας διασταυρώνονται. Μέσα από τα γενικά εννοιολογικά πλαίσια του όρου έχουν ανακύψει διάφορα προβλήματα ανάλυσης και δεοντολογίας. Αυτό που έχει όμως ιδιαίτερη σημασία είναι ότι ο «συνταγματισμός» (constitutionalism: συνταγματική διακυβέρνηση) ή ο «φιλελευθερισμός» (liberalism) χρειάζονται τη διασπορά των κρατικών λειτουργιών, σε αντίθεση με τον «αυταρχισμό» (authoritarianism) κατά τον οποίο όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονται σε ένα άτομο ή σε μια ομάδα ατόμων ή σε ένα συλλογικό σώμα.
Από τα επαναστατικά πολιτεύματα της Αμερικής (Convention) και της Γαλλίας (Assemblee Constituante) του 18ου αιώνα η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών της εξουσίας μεταδόθηκε, χωρίς τη δογματική ακαμψία του απόλυτου διαχωρισμού, στα διάφορα Συντάγματα της Ευρώπης και έχει καταστεί σήμερα σημείο αναφοράς για κάθε δημοκρατική πολιτεία.
Διαλείψεις στην εφαρμογή της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών της εξουσίας παρατηρούνται κυρίως κατά τη διάρκεια επαναστατικών ή μετά-επαναστατικών περιόδων. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, από την εποχή του Συντάγματος του 1844 παρατηρείται πλήρης σύγχυση της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ κατά τη διάρκεια της Εθνοσυνέλευσης του 1863 σημειώνεται μερική σύγχυση εξουσιών, με την απορρόφηση της εκτελεστικής εξουσίας από τη νομοθετική.
Η θεσμική σύγχυση των λειτουργιών της εξουσίας οδηγεί σίγουρα σε ταχύτερη κρατική ενέργεια και διευκόλυνση των πολιτειακών επιδιώξεων, με τη συνένωση και συγκέντρωση ολόκληρης της κρατικής βούλησης και εξουσίας σε ένα όργανο ή σε μια ομάδα οργάνων.
Το ύψιστο όμως αγαθό που μια συγκροτημένη πολιτεία καλείται να υπηρετήσει και προάγει μέσω των συντεταγμένων οργάνων της δεν είναι η ταχύτητα στην άσκηση της κρατικής λειτουργίας, αλλά η διασφάλιση και περιφρούρηση της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Γι αυτό η εφαρμογή της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών της εξουσίας αποτελεί θεμελιακή Συνταγματική αναγκαιότητα, για προάσπιση της ελευθερίας και της ισότητας των πολιτών και αποφυγή της κατάχρησης εξουσίας, που είναι σχεδόν σύμφυτη με τη συγκέντρωση όλης της κρατικής δύναμης στα χέρια ενός οργάνου ή μιας ομάδας οργάνων.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών της εξουσίας είχε περιληφθεί στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης, αφού σήμερα η αρχή αυτή θεωρείται ως κατάκτηση του ατόμου στη σφαίρα της προάσπισης και απόλαυσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών του.
Β. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ
ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Με το Σύνταγμα του 1960 καθιερώνεται στην Κυπριακή Δημοκρατία η διάκριση των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας, με ιδιάζουσα ρύθμιση της άσκησης των εξουσιών σε θέματα όπου προβάλλεται η δικοινοτική βάση του Συντάγματος.
Μπορεί να λεχθεί πως το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας καθιερώνει μάλλον αυστηρή διάκριση των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας, με σαφή διαχωρισμό της πολιτειακής λειτουργίας και αρμοδιότητας κάθε μιας από αυτές, χωρίς όμως τη δογματική ακαμψία του πλήρους διαχωρισμού τους.
Με το άρθρο 61 του Συντάγματος η άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας ανατίθεται αποκλειστικά στη Βουλή των Αντιπροσώπων:
Η νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων για κάθε θέμα, με εξαίρεση τα θέματα εκείνα τα οποία ρητά υπάγονται κατά το Σύνταγμα στις Κοινοτικές Συνελεύσεις.
Με το άρθρο 54 του Συντάγματος η άσκηση της εκτελεστικής λειτουργίας ανατίθεται στο Υπουργικό Συμβούλιο:
Εξαιρουμένης της εκτελεστικής εξουσίας, που ρητά διαφυλάσσεται από τα άρθρα 47, 48 και 49 υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ενεργούντων από κοινού ή ο καθένας χωριστά, το Υπουργικό Συμβούλιο ασκεί εκτελεστική εξουσία επί παντός θέματος, πλην εκείνων τα οποία έχουν υπαχθεί δυνάμει ρητής διατάξεως του Συντάγματος στην αρμοδιότητα Κοινοτικής Συνέλευσης.
Με το άρθρο 46 του Συντάγματος ανατίθεται στον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας η διασφάλιση της εκτελεστικής λειτουργίας της κρατικής εξουσίας, ενώ με τα άρθρα 47, 48 και 49 επιφυλάσσονται κάποια ζητήματα άσκησης εκτελεστικής λειτουργίας στον ίδιο τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας.
Τέλος, με το άρθρο 152 του Συντάγματος η άσκηση της δικαστικής λειτουργίας ανατίθεται ρητά στο Ανώτατο Δικαστήριο και σε πρωτοβάθμια δικαστήρια, ενώ είναι και στην περίπτωση αυτή εμφανής η ιδιορρυθμία του κυπριακού Συντάγματος που έχει τη βάση της στο δικοινοτικό χαρακτήρα του:
1. Η δικαστική εξουσία, με εξαίρεση αυτήν που ασκείται, κατά το ένατο μέρος από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και, κατά τη δεύτερη παράγραφο του παρόντος άρθρου, από τα δικαστήρια που προβλέπονται από κοινοτικό νόμο, ασκείται από Ανώτατο Δικαστήριο και από κατώτερα δικαστήρια, τα οποία θα ιδρυθούν δια νόμου, τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος.
2. Η δικαστική εξουσία επί αστικών διαφορών, που αφορούν στον προσωπικό θεσμό και θρησκευτικά ζητήματα, τα οποία υπάγονται, κατά το άρθρο 87, στις Κοινοτικές Συνελεύσεις, ασκείται από τα δικαστήρια, για τα οποία θα προβλέψει κοινοτικός νόμος κατά τις διατάξεις του Συντάγματος.
Είναι λοιπόν προφανές ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ρυθμίζει με ρητό και αδιαμφισβήτητο τρόπο την υιοθέτηση και εφαρμογή της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών της εξουσίας.
Διασφάλιση της διατήρησης κάθε μιας από τις τρεις λειτουργίες της κρατικής εξουσίας μέσα στα όρια των συνταγματικών της αρμοδιοτήτων παρέχει το άρθρο 179.2 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο κανένας νόμος ή απόφαση της Βουλής, ή πράξη ή απόφαση αρχής ή οργάνου ή προσώπου στη Δημοκρατία, που ασκεί εκτελεστική εξουσία ή διοικητικό λειτούργημα, είναι παραδεκτό να ληφθεί κατ’ αντίθεση ή σε ασυμφωνία προς το Σύνταγμα.
Το άρθρο 140 του Συντάγματος καθιερώνει εξάλλου τη δυνατότητα «προληπτικού» ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου που έχει ψηφιστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στα πλαίσια της διασφάλισης της διατήρησης της νομοθετικής λειτουργίας της εξουσίας μέσα στα συνταγματικά καθορισμένα όρια της.
Με το άρθρο 140 του Συντάγματος παρέχεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η εξουσία να παραπέμπει στο Ανώτατο (Συνταγματικό) Δικαστήριο νόμο ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, για έλεγχο της συνταγματικότητας τους, πριν τη δημοσίευση τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο ο νόμος ή η απόφαση που παραπέμπεται βρίσκεται σε αρμονία ή συγκρούεται με τις πρόνοιες του Συντάγματος και, κατ’ επέκταση, με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών της εξουσίας[4]
Γ. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Παρατίθενται επιγραμματικά οι κύριες παράμετροι των αρμοδιοτήτων των τριών εξουσιών (λειτουργιών) με βάση το Κυπριακό Σύνταγμα.
1. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
(άρθρα 61 – 85 του Συντάγματος)
· Βουλή των Αντιπροσώπων – (70% (56) Ελληνοκύπριοι και 30% (24) Τουρκοκύπριοι του συνόλου των 80 Βουλευτών).
- Πενταετής θητεία (άρθρο 65).
- Διάλυση μόνο με απόφαση της ίδιας της Βουλής (άρθρο 67).
· Η ιδιότητα του Βουλευτή είναι ασυμβίβαστη με το αξίωμα του Υπουργού ή του μέλους της Κοινοτικής Συνέλευσης ή του Δημάρχου ή του μέλους Δημοτικού Συμβουλίου, ενώ είναι επίσης ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους των ενόπλων δυνάμεων ή των σωμάτων ασφαλείας της Δημοκρατίας ή του κατέχοντος οποιοδήποτε δημόσιο ή δημοτικό αξίωμα ή θέση (άρθρο 70).
- Δημόσιες οι συνεδριάσεις της Βουλής και τα πρακτικά τους δημοσιεύονται (άρθρο 75).
- Νόμοι και αποφάσεις ψηφίζονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων Βουλευτών (άρθρο 78).
- Απόψεις της κυβέρνησης (Εκτελεστική Εξουσία) διαβιβάζονται στη Βουλή διά των Υπουργών (άρθρο 79).
· Νομοσχέδια υποβάλλονται προς τη Βουλή από τους Υπουργούς, ενώ Προτάσεις Νόμων από τους Βουλευτές. Δεν επιτρέπεται να υποβληθεί Πρόταση Νόμου από Βουλευτή, η οποία να συνεπάγεται αύξηση των εξόδων που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό (άρθρο 80)..
· Η Βουλή ψηφίζει νόμους οι οποίοι τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αφού υπογραφούν από τον Πρόεδρο (και τον Αντιπρόεδρο) της Δημοκρατίας. Ψηφίζει επίσης τους προϋπολογισμούς του κράτους (άρθρο 82).
· Η ανεξαρτησία του Βουλευτή διασφαλίζεται με τις ακόλουθες διατάξεις του άρθρου 83:
1. Δεν υπόκειται σε ποινική δίωξη και δεν υπέχει αστική ευθύνη για οποιαδήποτε γνώμη έχει εκφράσει ή οποιαδήποτε ψήφο έχει δώσει μέσα στη Βουλή.
2. Δεν μπορεί να διωχθεί, συλληφθεί ή φυλακιστεί χωρίς άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για όσο χρόνο εξακολουθεί να είναι Βουλευτής, εκτός αν πρόκειται για αδίκημα που επισύρει ποινή ισόβιας φυλάκισης ή φυλάκισης πέντε χρόνων και άνω και ο Βουλευτής έχει καταληφθεί επ’ αυτοφόρω. Σε τέτοια περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο πληροφορείται από την αρμόδια αρχή και αποφασίζει για την παροχή ή μη άδειας για συνέχιση της δίωξης ή της κράτησης.
2. ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
(άρθρα 36 – 60 του Συντάγματος).
· Ο Πρόεδρος (και ο Αντιπρόεδρος) της Δημοκρατίας δεν έχουν άμεση εκτελεστική εξουσία, πέραν των εξουσιών που καθορίζονται ρητά στα άρθρα 47, 48 και 49 του Συντάγματος, αλλά διασφαλίζουν την εξουσία αυτή διά του Υπουργικού Συμβουλίου (άρθρο 46 και 54).
· Πενταετής θητεία (άρθρο 43).
· Οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός αν ασκηθεί από τον Πρόεδρο (ή τον Αντιπρόεδρο) της Δημοκρατίας το δικαίωμα οριστικής αρνησικυρίας ή της αναπομπής (άρθρο 57).
· Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος, κεχωρισμένα ή από κοινού, έχουν δικαίωμα αναπομπής του συνόλου ή μέρους οποιουδήποτε νόμου ή απόφασης της Βουλής, μέσα σε δεκαπέντε μέρες από τη λήψη τους στο γραφείο του, για επανεξέταση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η Βουλή αποφασίζει μέσα σε προθεσμία 15 ημερών ή, σε περίπτωση αναπομπής του προϋπολογισμού (που πρέπει να αφορά το σύνολό του), μέσα σε προθεσμία 30 ημερών. Αν η Βουλή εμμένει στην απόφασή της, ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος υπέχουν υποχρέωση για δημοσίευσή του (άρθρα 51 και 52).
· Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από το Υπουργικό Συμβούλιο και περιλαμβάνει (άρθρο 54):
1. Τη γενική διεύθυνση και τον έλεγχο της διακυβέρνησης της Δημοκρατίας και τη διεύθυνση της γενικής πολιτικής.
2. Τις εξωτερικές υποθέσεις.
3. Την άμυνα και την ασφάλεια της Δημοκρατίας.
4. Το συντονισμό και την εποπτεία όλων των δημόσιων υπηρεσιών.
5. Την εποπτεία και τη διάθεση της περιουσίας που ανήκει στη Δημοκρατία.
6. Την επεξεργασία και κατάθεση νομοσχεδίων ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων.
7. Την έκδοση κανονιστικών και εκτελεστικών διαταγμάτων, δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης.
8. Την επεξεργασία του προϋπολογισμού της Δημοκρατίας, πριν την κατάθεσή του ενώπιον της Βουλής.
Κάθε Υπουργός προίσταται του Υπουργείου του και έχει εξουσία (άρθρο 58) για-
1. Εφαρμογή των νόμων που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες του Υπουργείου του και τη διοίκηση των υποθέσεων και ζητημάτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες αυτές,
2. Τη σύνταξη διαταγμάτων ή κανονισμών ή προτάσεων για υποβολή στο Υπουργικό Συμβούλιο,
3. Την έκδοση οδηγιών για εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου ο οποίος αφορά στο Υπουργείο του,
4. Την ετοιμασία του μέρους του προϋπολογισμού που αφορά στο Υπουργείο του.
3. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
(άρθρα 133 – 164 του Συντάγματος και Νόμοι 14/60 και 33/64)
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 33/64 και λόγω της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα της τουρκοκυπριακής ανταρσίας, οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου που προνοούνται στα άρθρα 133 – 151 του Συντάγματος έχουν περιέλθει στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ασκώντας τις εξουσίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται των ακόλουθων θεμάτων:
· Επιλαμβάνεται αναφορών του Προέδρου (και/ή του Αντιπροέδρου) της Δημοκρατίας, αναφορικά με τη συνταγματικότητα νόμου ή απόφασης της Βουλής (άρθρο 140).
· Αποφασίζει πάνω σε κάθε εκλογική ένσταση (άρθρο 145).
· Αποφασίζει πάνω σε κάθε προσφυγή εναντίον απόφασης, πράξης ή παράλειψης οποιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, εξετάζοντας καταπόσο αυτή είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα ή το νόμο ή έγινε καθ’ υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 146).
· Αποφαίνεται μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναφορικά με την ύπαρξη μόνιμης ή προσωρινής ανικανότητας ή μη προσωρινής απουσίας του Προέδρου (ή του Αντιπροέδρου) της Δημοκρατίας, η οποία κωλύει την ενεργή εκπλήρωση των καθηκόντων του (άρθρο 147).
· Επιλύει οποιαδήποτε αντίφαση ανάμεσα στα δυο κείμενα (Ελληνικό και Τουρκικό) του Συντάγματος (άρθρο 149α).
· Ερμηνεύει το Σύνταγμα, σε περίπτωση ασάφειας (άρθρο 149β).
Κάθε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την ενάσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, πάνω σε οποιοδήποτε θέμα, δεσμεύει οποιοδήποτε δικαστήριο, όργανο, αρχή ή πρόσωπο στη Δημοκρατία.
Εξαιρουμένων των ζητημάτων για την εκδίκαση των οποίων το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία, η δικαστική εξουσία ασκείται από το Ανώτατο Δικαστήριο και τα δικαστήρια που έχουν καθιδρυθεί με το νόμο 14/60.
Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι το ανώτατο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της Δημοκρατίας και έχει δικαιοδοσία να αποφασίζει αναφορικά με κάθε έφεση εναντίον απόφασης οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτελούν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο έχει αρμοδιότητα να διορίζει, προάγει, μεταθέτει, τερματίζει τις υπηρεσίες ή απολύει τους δικαστές, πάνω στους οποίους έχει και πειθαρχική εξουσία.
Του Στέλιου Θεοδούλου, Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου