σκέψεις, απόψεις και προτάσεις σχετικά με την όποια αλλαγή ή βελτίωση της «αρχής»....


και ως «αρχής»: το τοπικό ή χρονικό σημείο από όπου αρχίζει κάτι, η αφετηρία ή η αρχική φάση, το ξεκίνημα…..η πρωταρχική αιτία, η αφορμή….. η προέλευση, το αρχικό σημείο της δημιουργίας……ο θεμελιακός κανόνας στη φύση, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην πολιτική κ.λπ…..ο βασικός κανόνας που ρυθμίζει την προσωπική ή την κοινωνική συμπεριφορά και φυσικά η δημόσια εξουσία και τα πρόσωπα που την ασκούν ή την εκπροσωπούν

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Ποινική Καταστολή (Μέρος Α΄: Ορισμός και ιστορική αναδρομή)


ΕΙΣΑΓΩΓΗ   
Όταν μιλάμε για «Ποινική Καταστολή», αναφερόμαστε στα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται, σε μία δεδομένη κοινωνία, για την αναχαίτιση του «εγκλήματος» με ποινικές κυρώσεις.
Εξυπακούεται ότι:
α) μέσα και μέθοδοι, χρησιμοποιούνται από «όποιον» έχει καταφέρει να επιβάλει (άμεσα ή έμμεσα) σε μία δεδομένη κοινωνία, την αντίληψη ότι δύναται, δικαιούται αλλά και υποχρεούται να είναι αυτός που θα αναχαιτίσει το έγκλημα και, β) κατ’ ακολουθίαν, είναι αυτός που επηρεάζει κυριαρχικά την δεδομένη κοινωνία στο να διαμορφώσει μια αντίληψη για το ποια πράξη είναι έγκλημα και ποια πράξη δεν είναι.
Άρα ο ποινικός νόμος (η θέσπιση κανόνων μέσω των οποίων μια πράξη χαρακτηρίζεται ως εγκληματική), η ποινική καταστολή (τα μέσα και οι μέθοδοι που αποσκοπούν στην τήρηση του ποινικού νόμου) και η «ηθική δικαίωση» αυτών, η αποδοχή τους δηλαδή ως τέτοιων από την ίδια την κοινωνία, είναι προφανές ότι είναι επινόηση και επιλογή ενός συστήματος (π.χ.: του ατόμου, της ομάδας, μιας δομής, μιας τάξης, κάστας, ενός κόμματος κ.ο.κ.) που έχει καταφέρει, με οποιοδήποτε τρόπο, να μπορεί, εν τοις πράγμασι, να εξουσιάσει, δηλαδή να επιβληθεί ακριβώς ως «Εξουσία» στη συνείδηση της κοινωνίας, στη συνείδηση ενός συνόλου, στις συνειδήσεις των ανθρώπων.   
Η ιστορική αναδρομή που επιχειρείται  παρακάτω, δεν έχει σκοπό την διάδοση εγκυκλοπαιδικών γνώσεων, αλλά έχει ουσιαστική σκοπιμότητα:
α) Να καταδείξει και αποδείξει ακριβώς τη σχετικότητα του (ποινικού) νόμου και της εκάστοτε θεσμοθετημένης τιμωρίας,
β) Ν’ αποκαλύψει την άμεση σχέση μεταξύ νομικού συστήματος και δεδομένης κοινωνίας (που είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών κλπ. γεγονότων και επιλογών) και, τέλος,
γ) Να υποστηρίξει την άποψη ότι το βαρύ οπλοστάσιο της κάθε εξουσίας, ο ποινικός νόμος και η ποινική καταστολή, προσβλέπει κυρίως και κατά βάθος, στην διαιώνιση της εκάστοτε θεσμίζουσας εξουσίας, (i) όχι μόνο με την επιβολή μίας κατάστασης δια της «νόμιμης – θεσμοθετημένης» βίας, αλλά και (ii) με την δημιουργία ενός (συλλογικού) φαντασιακού για το τί πράγματι είναι δίκαιο και τι άδικο, ποιά πράξη (ανθρώπινη συμπεριφορά) πρέπει ή δεν πρέπει να θεωρείται και να είναι κολάσιμη κάθε φορά. Να υποστηρίξει δηλαδή την άποψη ότι το στάδιο της επιβολής της εξουσίας στους ανθρώπους με πραγματικούς όρους, ακολουθεί το στάδιο της απόσπασης της συναίνεσής τους και της ταύτισής τους μ’ ένα φαντασιακό που, από τρόπος χειραγώγησης των κοινωνιών, μεταμορφώνεται σε ιδανικό της ίδιας της κοινωνίας (με ό,τι αυτό συνεπάγεται).
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
1. Η αρχαιότερη  ποινική νομοθεσία περιλαμβάνεται στον βαβυλωνιακό «Κώδικα του Χαμουραμπί» (αποτελείται από 282 άρθρα που εμπεριέχουν ποινικές και αστικές διατάξεις) και ανακαλύφθηκε το 1902, γραμμένος σε μια κυλινδρική στήλη από διορίτη). Στον Κώδικα αποτυπώνεται η νομοθεσία της περιόδου της βασιλείας του Χαμουραμπί, που ηγεμόνευσε από το 1792 π.Χ. έως το 1750 π.Χ.).
Ο Κώδικας διέπεται κυρίως από πνεύμα ανταποδόσεως ή ταυτοπάθειας (π.χ. αν ο μηνυτής δεν αποδείξει την κατηγορία κατά του καταμηνυομένου, τιμωρείται με την ποινή που θα επιβαλλόταν στον καταμηνυόμενο αν η κατηγορία αποδεικνυόταν αληθινή) και οι ποινές είναι κυρίως σωματικές, αφαιρετικές της ζωής, αν και υπάρχουν και ποινέςατιμωτικές (π.χ. κόψιμο μαλλιών σε γυναίκα για απόδοση μομφής). Τα μέσα πραγμάτωσης της ποινής δεν είναι χωρίς σημασία: Οι σωματικές ποινές, σχεδόν πάντα,είναι θανατικές (και οι τρόποι εκτέλεσης ποικίλουν: κάψιμο, πνίξιμο, παλούκωμα, εντοιχισμός, θανάτωση με ξίφος…)
2. Η αρχαία εβραϊκή νομοθεσία περιέχεται διεσπαρμένη στη Βίβλο και στα βιβλία της Πεντατεύχου (στα τεύχη 2-5).
Κύριο χαρακτηριστικό της εβραϊκής νομοθεσίας είναι ο θρησκευτικός της χαρακτήρας και η, σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις, ταύτιση του εγκλήματος με το αμάρτημα. Πρώτιστο καθήκον είναι η λατρεία του ενός και μοναδικού θεού (Γιαχβέ) και υπάρχει πλήθος διατάξεων ορθής συμπεριφοράς που ρυθμίζουν ακόμα και θέματα ενδυμασίας ή διατροφής. Η λατρεία ξένων θεών, η βλασφημία του Γιαχβέ, η άσκηση μαγείας ή νεκρομαντείας, η παραβίαση της αργίας του Σαββάτου, η χειροδικία κατά των γονέων, η μοιχεία, η αιμομιξία, η κτηνοβασία, ο βιασμός μνηστευμένης κόρης, τιμωρούνται με θάνατο. Αντίθετα, ο φόνος, η κλοπή, η ψευδομαρτυρία, αν και είναι σύμφωνα με τον «Δεκάλογο» αμαρτήματα, δεν συνεπάγονται απαραίτητα την θανάτωση του ενόχου.
Η αρχή της ταυτοπάθειας (οφθαλμόν αντί οφθαλμού) ισχύει κυρίως σε περιπτώσεις τραυματισμού κατά ελεύθερων ανθρώπων (όχι σκλάβων).
Η βιβλική νομοθεσία, αν και αφήνει στο μελετητή μία γενικότερη αίσθηση ότι τείνει να υποστηρίξει τους φτωχούς και τους ανήμπορους, ταυτόχρονα διαπνέεται από το δόγμα της συλλογικής ευθύνης (ενδεχόμενη τιμωρία της οικογένειας ή φυλής του δράστη). Επίσης υπάρχει συλλογικότητα και στην αντιμετώπιση προσβολών κατά της ομάδας (έτσι, η θανατική ποινή, συνήθως εκτελείται από ολόκληρη την κοινότητα, δια λιθοβολισμού).
3. Στην αρχαία Ελλάδα, όπως αυτή απεικονίζεται από τον Όμηρο, η απονομή της δικαιοσύνης στις ιδιωτικές διαφορές είναι υπόθεση των αντιμαχόμενων πλευρών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε περιόδους ομαλότητας, σχεδόν τα πάντα θεωρούνταν ιδιωτικές διαφορές, ακόμη και ο φόνος.
Έτσι, οι συγγενείς ή οι φίλοι του βλαβέντος, του θύματος, αλλά το ίδιο το θύμα, δικαιούνταν είτε ν’ ανταποδώσουν τη βλάβη που ήταν το αποτέλεσμα της εγκληματικής πράξης, είτε να εξωθήσουν τον ένοχο σε αυτοεξορία, είτε τα συνδιαλλαγούν μαζί του, οπότε, αναλόγως το χρηματικό αντάλλαγμα που θα έδινε ο ένοχος, επερχόταν η συγχώρηση («αίδεσις»). Οι άρχοντες («γέροντες») είχαν διαιτητικό ρόλο ακριβώς όταν υπήρχε αμφισβήτηση ως προς το αν πράγματι, στην περίπτωση της συνδιαλλαγής, είχε καταβληθεί το χρηματικό αντάλλαγμα.
Με το που εμφανίζεται η πόλη – κράτος με την ένωση των συνοικισμών, οι άρχοντες ισχυροποιούνται και η αρμοδιότητά τους, από διαιτητική, μεταμορφώνεται σε νομοθετική(θέσπιση των κανόνων, των νόμων), δικαστική (κρίση της νομιμότητας ή μη των πράξεων) και εκτελεστική (τήρηση των νόμων, μέριμνα για την εκτέλεση των ποινών). Ας σημειωθεί ότι ακόμα και σήμερα, σε όλα τα Συντάγματα του σύγχρονου κόσμου, η διάκριση των εξουσιών ακολουθεί αυτό το αρχαίο σχήμα, το οποίο αναβίωσε και πάλι από την Αναγέννηση και μετά, με την σταδιακή επικράτηση του καπιταλισμού στην ιστορία.
Στην πόλη – κράτος, για πρώτη φορά αναπτύσσεται σταδιακά στους  πολίτες, μία κοινή συνείδηση για την πολιτική τους οντότητα – γεγονός που αφενός διευκόλυνε την εδραίωση του νέου ρόλου των αρχόντων και, αφετέρου, άνοιξε το δρόμο για το ξεπέρασμα της αντεκδίκησης και της φατριαστικής αλληλεγγύης. Η μετάβαση αυτή, από την αντεκδίκηση στην τριπλή διάκριση της αρμοδιότητας των αρχόντων, ήταν μια διαδικασία που κράτησε αρκετούς αιώνες. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι πρώτες κωδικοποιήσεις νόμων που έγιναν στην Ελλάδα από τον 7ο αιώνα π.Χ.  Προκειμένου οι κωδικοποιημένοι νόμοι να επιβληθούν ή, έστω, να γίνουν αποδεκτοί από τους πολίτες, οι νομοθέτες – άρχοντες χρειάστηκε είτε τους περιβάλλουν με μία θεϊκή άχλη (π.χ. ο Δίας έδωσε στον Μίνωα τους νόμους), είτε να τους προστατεύσουν με κάθε τρόπο (π.χ. όποιος πρότεινε την τροποποίηση νόμου χωρίς επιτυχία καταδικαζόταν σε θάνατο), είτε να είναι εξαιρετικά αυστηροί, ώστε να εξαλειφθεί η αντεκδίκηση και να περάσει η δικαιοδοτική λειτουργία (δηλαδή η δικαστική και εκτελεστική εξουσία) στους άρχοντες (νομοθεσία του Αθηναίου Δράκοντος το 621 π.Χ.). Μέχρι την αθηναϊκή πολιτεία του 5ου π.Χ. αιώνα, η δικαστική εξουσία ήταν αρμοδιότητα των εννέα αρχόντων και από τον Δράκοντα και μετά, των δικαστηρίων των Εφετών στα οποία επικεφαλής ήταν οι άρχοντες, ενώ η επίβλεψη για την τήρηση των νόμων και του ήθους των πολιτών ήταν αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου, ενόςαριστοκρατικού οργάνου που αποτελούνταν από πρώην άρχοντες.
Στην αθηναϊκή πολιτεία γίνεται μία τομή, με τη νομοθεσία του Σόλωνα, το 594 π.Χ. Ο Σόλων, αν και δεν περιόρισε ευθέως τις πολιτικές και δικαστικές εξουσίες του Αρείου Πάγου, συγκρότησε το λαϊκό Δικαστήριο της Ηλιαίας, από το οποίο εκδικάζονταν τελεσίδικα οι εφέσεις κατά αποφάσεων των αρχόντων και των δημοσίων οργάνων.
Στη συνέχεια, ο Κλεισθένης το 507 π.Χ. και ο Εφιάλτης το 462 π.Χ., μείωσαν δραστικά τις εξουσίες του Αρείου Πάγου και του Δικαστηρίου των Εφετών και ο κύριος όγκος των υποθέσεων μεταβιβάστηκε στην αρμοδιότητα της Ηλιαίας, που δίκαζε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό με βάση μία τυπικά ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων (των αποδεικτικών μέσων δηλαδή που οδηγούν το δικαστήριο στην κρίση του), ενώ οι άρχοντες περιορίζονται πλέον στην «ηγεμονία» του δικαστηρίου, δηλαδή στην προετοιμασία της δίκης, στην προεδρία της συνεδρίασης και στην εκτέλεση των αποφάσεων της Ηλιαίας.
Οι ιδιωτικές διαφορές ονομάζονται «δίκες» και η έγερση κατηγορίας για την εκδίκαση δημόσιων αδικημάτων «γραφή». Δημόσια αδικήματα θεωρούνται κυρίως εκείνα που θίγουν την κοινότητα ως σύνολο (προδοσία, λιποταξία, κατάχρηση δημόσιου χρήματος, αλλά επίσης και η αποπλάνηση ελεύθερης γυναίκας, η κακοποίηση ορφανών, κάποιες μόνο μορφές κλοπής, η «ύβρις», δηλαδή η αδιαφορία για τα δικαιώματα ή τις επιθυμίες των άλλων). Η νίκη του κατηγόρου σε δίκη («γραφή») για δημόσιο αδίκημα, συνεπαγόταν σημαντικές κυρώσεις κατά του αντιδίκου, που είτε προσδιορίζονταν από νόμους και ψηφίσματα είτε αφήνονταν στην κρίση του δικαστηρίου. Κύριες ποινές για τα αδικήματα αυτά ήταν: θάνατος, εξορία, ατιμία (ποινές κατά του προσώπου) και πρόστιμο (ποινές κατά της περιουσίας).
Η θανατική ποινή εκτελούνταν με πρόσδεση ή κάρφωμα  σε ανηρτημένη σανίδα («αποτυμπανισμός») για τους «κακούργους», με κατακρήμνιση σε βάραθρο, με δηλητηρίαση από κώνειο.
Η εξορία αντικαθιστούσε συχνά την θανατική ποινή (π.χ. επιτρεπόταν σε εκούσιο φόνο πλην της πατροκτονίας) και είχε ως συνεπακόλουθο την ολοκληρωτική στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, την στέρηση της περιουσίας και την απομάκρυνση από οικογένεια, φίλους και ιερούς χώρους.
Η ατιμία ήταν ηπιότερη ποινή και σήμαινε τον αποκλεισμό από τα προνόμια της δημόσιας ζωής όχι όμως και στέρηση περιουσίας ή δυνατότητας συμμετοχής στις ένοπλες δυνάμεις.
Πάντως, οι χρηματικές ποινές ήταν η συνηθέστερη κύρωση  στην αθηναϊκή πρακτική.
Από φιλοσοφική άποψη, σύμφωνα με τον Αριστοτέλησκοπός της ποινής ήταν η αποκατάσταση της ισότητας και της ισορροπίας που διαταράχθηκαν από την αδικία, ενώ, σύμφωνα με  τον Πλάτωνα, η ποινή δεν αποκαθιστούσε μόνο την φυσική τάξη και το νόμο αλλά επιδίωκε να γίνει ευεργετική για τον εγκληματία ή/και την κοινωνία μέσα στην οποία αυτό ζει,  ήταν «το μέσο για την εκρίζωση και θεραπεία της ψυχικής  νόσου που λέγεται αδικία».
4.Στην αρχαία Ρώμη, το δίκαιο, στις αρχικές του φάσεις διέπεται από θρησκευτικότητα και προσπάθεια διαφύλαξης του κοινοβίου από επικίνδυνες προσβολές κατά της ασφάλειάς του. Οι δημόσιες ποινές είναι στην αποκλειστική δικαιοδοσία των αρχόντων ή αρχηγών της κοινότητας και επιβάλλονται σε περιπτώσεις ανυπακοής απέναντι στην εξουσία της ομάδας (κοινότητα, οικογένεια) ή παραβίασης των ηθών και των ιερών νόμων.
Κατά την αρχική περίοδο της Δημοκρατίας που ακολουθεί, νομοθετική πηγή είναι η «Δωδεκάδελτος» (450 π.Χ.). Ως προς την ποινική δικαιοδοσία, οι ελαφρές ποινές αστυνομικού χαρακτήρα (μαστιγώματα, μικρά πρόστιμα), μπορούν να επιβάλλονται τελεσίδικα στους πολίτες απευθείας, δηλαδή χωρίς νομοθετική πρόβλεψη, από τους ρωμαίους άρχοντες. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις, δηλαδή όταν είναι ενδεχόμενη η επιβολή θανατικής ποινής, οι ποινές πρέπει να επιβάλλονται μόνο από ορισμένους άρχοντες που είναι εξοπλισμένοι με ειδική εξουσία (imperium), να στηρίζονται σε κάποιο νόμο και να υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του λαού. Αυτές οι τελευταίες πράξεις, ονομάζονται εγκλήματα (criminal legitima) και διακρίνονται από τα ιδιωτικά αδικήματα (delicta). Ως εγκλήματα χαρακτηρίζονται όλες οι πράξεις που η τέλεσή τους θεωρείται ότι πλήττει άμεσα την Πολιτεία: συνεπώς, η δίωξη και τιμώρησή τους γίνεται από την Πολιτεία, χωρίς παρέμβαση του αδικηθέντος. Κύρια εγκλήματα είναι η προδοσία, ο φόνος του αρχηγού της οικογένειας (για κάποιους μελετητές και ο φόνος ενός ρωμαίου πολίτη), ο εμπρησμός, η ψευδομαρτυρία, η δωροληψία δικαστή, η κακοποιός μαγεία.
Μοναδική ποινή για τα εγκλήματα (όχι για τα ιδιωτικά αδικήματα), είναι η θανατική. Η θανατική ποινή εκτελείται πάντοτε δημόσια (εκτός αν ο καταδικασμένος είναι γυναίκα) και ο εκάστοτε τρόπος θανάτωσης, βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο σε αντιστοιχία με τον βαθμό της κοινωνικής απαξίας του εγκλήματος: όσο πιο αποτρόπαιο θεωρείται το έγκλημα, τόσο πιο αποτρόπαιος είναι και ο τρόπος εκτέλεσης της θανατικής ποινής (π.χ. ο φόνος του αρχηγού της οικογένειας τιμωρείται με την ποινή του σάκκου – εγκλεισμός δράστη με φίδια ή άλλα ζώα σε σάκκο και ρίψιμό του στον Τίβερη…)
Τα ιδιωτικά αδικήματα (προσβολή προσώπου, σωματικές βλάβες, κλοπή, ληστεία), συνήθως τιμωρούνται με σωματικές ποινές, όπως π.χ. η μαστίγωση, ή χρηματικές ή ατιμωτικές και γίνεται με πρωτοβουλία του θύματος. Η Πολιτεία επεμβαίνει μόνο ως προς την τήρηση ενός μέτρου στον βαθμό της αντεκδίκησης.
Κατά την κύρια περίοδο της ρωμαϊκής Δημοκρατίας (200-31 π.Χ.), η ποινική δίωξη ασκείται όλο και περισσότερο και με πρωτοβουλία των πολιτών, ενώ το στοιχείο που χαρακτήριζε την εκδίκαση των δημοσίων εγκλημάτων (τακτικός δικαστής) ενοποιείται με το στοιχείο της λαϊκής δικαιοσύνης των ιδιωτικών αδικημάτων. Ο τακτικός δικαστής εξετάζει το νομικό μέρος της κατηγορίας, κρίνει για την αρμοδιότητά του και συγκροτεί το δικαστήριο από λαϊκούς ένορκους δικαστές (32-75 άτομα) που αποφαίνονται κυριαρχικά για την αθωότητα ή ενοχή του κατηγορούμενου.
Οι επιβαλλόμενες ποινές, λόγω της οικονομικής ακμής που επήλθε από την κατάκτηση νέων εδαφών και της συνακόλουθης μεγάλης σημασίας που δίνεται στην ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη, γίνονται ηπιότερες. Η θανατική ποινή εφαρμόζεται πλέον σπάνια και την θέση της παίρνει η εξορία, η επιβολή υψηλών προστίμων, η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Δεν είναι τυχαίο, ότι την ίδια ακριβώς περίοδο οι ποινές που επιβάλλονται στους μη ρωμαίους πολίτες και στους δούλους γίνονται εξαιρετικά αποτρόπαιες (π.χ. σταύρωση, διαμελισμός).
Τέλος, κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Ηγεμονία 31π.Χ. – 284 μ.Χ. και  Απολυταρχία 284 – 476 μ.Χ.) παρατηρείται μία ολοένα αυξανόμενη αυστηρότητα, τόσο στην απειλή όσο και στην εφαρμογή των ποινικών κυρώσεων, η οποία αυστηρότητα συνοδεύεται από προφανείς κοινωνικές διακρίσεις και δικαστικές αυθαιρεσίες.
Ο τρόπος εκδίκασης αλλάζει. Εισάγεται η έκτακτη διάγνωση, που ουσιαστικά αποτελεί δίκη παρωδία και πραγματώνεται από δικαστικούς υπαλλήλους του αυτοκράτορα, ενώ η διάκριση μεταξύ «εγκλημάτων» και «ιδιωτικών αδικημάτων» σχεδόν εκμηδενίζεται. Πολλά ιδιωτικά αδικήματα (π.χ. η μοιχεία) από ιδιωτικό αδίκημα θεωρείται πλέον έγκλημα.
Η θανατική ποινή ξαναβρίσκει την τιμητική της. Τρόπος εκτέλεσης για τα ανώτερα στρώματα είναι το ξίφος και για τους πληβείους και τους δούλους, ο απαγχονισμός, η σταύρωση, το κάψιμο στην πυρά, η απόρριψη ως βορρά στα θηρία).
Τέλος, στις περιπτώσεις που δεν επιβάλλεται η θανατική ποινή, η ποινή που επιφυλάσσεται για τους «έντιμους» (συγκλητικοί, βουλευτές) είναι η ισόβια εκτόπιση και για τους «ευτελείς» τα ισόβια καταναγκαστικά έργα.
5.Στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η χριστιανική Εκκλησία αναμειγνύεται στην απονομή της δικαιοσύνης και κατ’ αυτό τον τρόπο, δημιουργείται μία σύγχυση δικαίου και ηθικής. Αν και υποτίθεται ότι η επίδραση του Χριστιανισμού έδωσε μία ανθρωπιστική χροιά στην ποινική καταστολή (με την έννοια ότι ο ένοχος δεν πρέπει να εξαφανίζεται σωματικά και πνευματικά, αλλά να οδηγείται στην μετάνοια και, αν μετανοήσει, στην συγχώρεση), οι αντιλήψεις αυτές, ίσως γιατί ήταν υποκριτικές από πλευράς της Εκκλησίας (που απευθυνόταν κυρίως στο «ποίμνιό» της και όχι στους κρατούμενους) δεν εφαρμόσθηκαν ουσιαστικά ούτε στο Βυζάντιο ούτε στη Δύση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι απλώς υπήρξε κάπως μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις συνθήκες κράτησης των κατάδικων στις φυλακές.
Στο Θεοδοσιανό (438 μ.Χ.) και τον Ιουστινιάνειο (534 μ.Χ.) Κώδικα υπάρχουν κάποιες διατάξεις που αποσκοπούν στην βελτίωση των συνθηκών κράτησης: διαχωρισμός των 2 φύλων, βελτίωση όρων διαβίωσης, επιθεώρηση φυλακών από επόπτες, αυστηρές ποινές για φύλακες που βιαιοπράγησαν κατά κρατούμενων, σύντομη εκδίκαση υποθέσεων των υπόδικων (ας σημειωθεί, ότι κατά απόλυτο σχεδόν κανόνα, οι φυλακές προορίζονταν για τους υπόδικους, δηλαδή όσους περίμεναν να δικαστούν και η στερητική της ελευθερίας ποινή, η φυλάκιση, ήταν πολύ σπάνια). Ο λόγος θέσπισης των διατάξεων αυτών πάντως, σύμφωνα με τους μελετητές, δεν ήταν ο ουμανιστικός προσανατολισμός του νομοθέτη, αλλά μάλλον η σκέψη μήπως ο κρατούμενος χαθεί εξαιτίας των δεινών της φυλακής: κάτι που για τους αθώους εθεωρείτο ατύχημα και για τους ένοχους όχι αρκετά αυστηρό. Σε κάθε περίπτωση, οι διατάξεις αυτές ελάχιστα εφαρμόστηκαν στην πράξη.
Πέρα από το φιλοσοφικό ή αφηρημένο νομοθετικό ενδιαφέρον για μία πιο «ουμανιστική» μεταχείριση των υπόδικων, στο Βυζάντιο δεν παρατηρείται κάποιος αξιοσημείωτος εξανθρωπισμός του ρωμαϊκού ποινικού συστήματος. Αντίθετα, παρατηρείται μία εκτράχυνση τόσο στο είδος των ποινών όσο και στην αντιμετώπιση των εγκλημάτων. Από την αρχή του Βυζαντίου οι πράξεις (συμπεριφορές) που σχετίζονται με την ηθική τείνουν ν’ αντιμετωπίζονται όλο και αυστηρότερα. Μάλιστα γίνονται νόμοι και εφαρμόζονται ευρέως «έκτακτες» ποινές, (συνήθως θανατικές) που επιβάλλονταν ως τότε σε εγκλήματα ηθών, όπως η μοιχεία ή η παιδεραστία. Αξιοσημείωτο είναι ότι ποινικοποιούνται πράξεις που αμφισβητούν με οποιοδήποτε τρόπο τη χριστιανική θρησκεία (όπως η βλασφημία).
Αλλά και από άποψη ποινικής καταστολής δεν παρατηρήθηκαν ουσιώδεις μεταβολές. Η θανατική ποινή, λ.χ.. δεν απορρίφθηκε ως αντιχριστιανική αλλά, αντίθετα, θεωρήθηκε αναγκαία για την άμυνα και τη διαφύλαξη του «κοινού καλού». Ούτε καν οι ακρωτηριασμοί δεν απορρίφθηκαν… απεναντίας νομιμοποιήθηκαν μέσω ευαγγελικών περικοπών που ήταν άσχετες ή διφορούμενες.
Στη νομοθεσία του Θεοδόσιου και του Ιουστινιανού, διατηρείται ατόφιος ο άτεγκτος και αυθαίρετος χαρακτήρας των ποινών της τελευταίας ρωμαϊκής περιόδου. Οι ποινές επιβάλλονται πια σωρευτικά (π.χ. μαστίγωση και μετά εξορία), εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή και έχουν ως συστατικό στοιχείο την διαφορετική μεταχείριση του «εγκληματία» ανάλογα με την κοινωνικοοικονομική του θέση. Οι χρηματικές ποινές υπέρ του Δημοσίου είναι επίσης συχνές ενώ η ποινή των καταναγκαστικών έργων έχει φθίνουσα πορεία. Κύριο χαρακτηριστικό των ποινών της Βυζαντινής περιόδου, είναι λοιπόν ο αχρηστευτικός χαρακτήρας τους. Ο κατάδικος, ο εγκληματίας, τις περισσότερες φορές πρέπει να εκμηδενιστεί.
Μία προοδευτική μεταρρύθμιση επιχειρήθηκε από τον Λέων Γ’ τον Ίσαυρο, κυρίως με το νομοθετικό έργο «Εκλογή» του 726 μ.Χ. Αρχίζει και υιοθετείται το εθιμικό δίκαιο όπως αυτό κάθε φορά είχε διαμορφωθεί νομολογιακά, δηλαδή από την πρακτική των δικαστηρίων, ενώ μέσα στα κείμενα του νόμου, συχνά πια παρατίθενται οι σκοποί που ο νομοθέτης επιδίωκε όταν νομοθετούσε τις συγκεκριμένες διατάξεις (κάτι σαν τις σημερινές εισηγητικές εκθέσεις).
Η θανατική ποινή διατηρείται για περιορισμένα εγκλήματα (φόνος, αιμομιξία, παιδεραστία) και μάλιστα εκτελείται μόνο με ξίφος, ενώ κατά τα λοιπά αντικαθίσταται με ακρωτηριασμούς (π.χ. ρινοκοπία) που και πάλι όμως, συγκριτικά, γίνονται με μέτρο, δηλαδή δεν αχρηστεύουν πλήρως τον καταδικασμένο, ο οποίος τις περισσότερες φορές, παραμένει «λειτουργικός».
Για πρώτη φορά κάνουν την εμφάνισή τους ως θεσμοί η απονομή χάριτος και το εκκλησιαστικό άσυλο. Για πολλά από τα εγκλήματα ηθών, αρκεί πια η αποκατάσταση του θύματος από τον δράστη.
Οι ουσιαστικές καινοτομίες όμως της περιόδου αυτής, είναι οι εξής: οι ποινές πρέπει να προβλέπονται στο νόμο πριν την τέλεση της πράξης και να είναι συγκεκριμένες, ενώ δεν επιβάλλονται σωρευτικά πολλές τιμωρίες (ο δικαστής δεν μπορεί πια να αυτοσχεδιάσει). Παράλληλα, δεν γίνονται πλέον διακρίσεις στην ποινική μεταχείριση των κατάδικων ανάλογα με την κοινωνική και οικονομική τους θέση.
Στη μακεδονική δυναστεία (867-1042) αν και επίσημα επανέρχεται το δίκαιο του Ιουστινιανού με τα νομοθετήματα «Πρόχειρος Νόμος» 869 και Βασιλικά (911), οι αυτοκράτορες κρατούν κάπως το πνεύμα της περιόδου των Ισαύρων, κυρίως για να μην έρθουν σε ευθεία σύγκρουση με πληθυσμούς διαφορετικούς και απομακρυσμένους σε μια περίοδο αποδυνάμωσης της αυτοκρατορίας. Έτσι, η πρακτική της ηγεμονίας του εθιμικού δικαίου, παραμένει, στην πράξη, ζωντανή.
Πάντως οι ατιμωτικές ποινές, όπως η διαπόμπευση γίνονται όλο και πιο συχνές.
Καμμία ουσιαστική αλλαγή δεν πραγματοποιήθηκε στο ποινικό δίκαιο από τότε και έως την πτώση του Βυζαντίου το 1453.
6.Το ποινικό δίκαιο στη Δύση την περίοδο 300-1600 χωρίζεται σε τρία στάδια. Σ’ αυτό των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση.
Στην πρώτη περίοδο κατά την οποία κυριαρχούν διάφορα γαλατικά και γοτθικά φύλα, ισχύει γενικά ο κανόνας της αντεκδίκησης και αδικήματα όπως η προδοσία κρίνονται από ολόκληρη την ομάδα που έχει αποκλειστική δικαιοδοσία.
Μετά το 500 που διαφαίνονται τα πρώτα σημεία οργανωμένης κοινωνίας με μόνιμη εγκατάσταση και με κατανομή της γης μεταξύ κυρίων και δουλοπάροικων και αρχίζει η σώρευση πλούτου, οι ποινές αποτιμώνται σε χρήμα ή αγαθά αν πρόκειται για παράνομες πράξεις μέσης βαρύτητας.(σύστημα διευθετήσεων), ενώ, παράλληλα, ισχύει και η δυνατότητα αντεκδίκησης.
Οι επόμενοι αιώνες χαρακτηρίζονται από διαρκείς πολέμους που διεξάγονται μεταξύ τοπικών αρχόντων ή φυλών και από την επικράτηση (από το 510 μ.Χ.) της χριστιανικής εκκλησίας. Οι δυσχερείς οικονομικές συνθήκες εξαιτίας των πολέμων σε συνάρτηση με την αυστηρότερη διάσταση που έδωσε η Εκκλησία (ως αναδυόμενη δομή εξουσίας) στην έννοια του εγκλήματος, σηματοδοτεί και πάλι την επιστροφή των σωματικών ποινών, ενώ ακόμα συνυπάρχουν οι ποινές της εξορίας, του εγκλεισμού σε στρατόπεδα, η υποδούλωση, η απόδοση του δράστη στους συγγενείς του θύματος.
Η δυνατότητα εξαγοράς για κάποια εγκλήματα διατηρήθηκε, αλλά πλέον το ποσό δεν δινόταν στο θύμα ή στους συγγενείς του αλλά στο δημόσιο ταμείο. Επί Καρλομάγνου (768-814) το ποινικό δίκαιο αρχίζει και δημοσιοποιείται επίσημα. Όλο και περισσότερες ανθρώπινες συμπεριφορές θεωρούνται αξιόποινες. Ο τερματισμός της αντεκδίκησης ωθεί στη μετονομασία πάρα πολλών παραβάσεων που έως τότε θεωρούνταν μικρής σημασίας σε εγκλήματα «προσβολής του καθήκοντος πίστης προς τον Βασιλιά». Η δημοσιοποίηση του ποινικού δικαίου, δίνει στους εξουσιάζοντες τη νομιμοποίηση να θεωρούν κάθε παράβαση ως τέτοια προσβολή και οι ποινές που επιβάλλονται από τα όργανά του Βασιλιά είναι σκληρότατες και ανέλεγκτες.
Την ίδια περίοδο, αρχίζει για πρώτη φορά να αποκτά σημασία, εκτός από το αποτέλεσμα της εγκληματικής πράξης και η ίδια η στάση του δράστη και η μομφή που μπορεί να του αποδοθεί γι’ αυτήν (υποκειμενικό στοιχείο εγκλήματος).
Την περίοδο του Μεσαίωνα η πολιτειακή αστάθεια κυρίως στην ηπειρωτική Ευρώπη, αναδεικνύει δύο νέες ανταγωνιστικές δυνάμεις: την παπική εκκλησία και τους τοπικούς άρχοντες, τους φεουδάρχες. Η αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας, σημαίνει την προσωρινή επιστροφή των αντεκδικήσεων, τις οποίες τόσο η Εκκλησία, όσο και οι Φεουδάρχες, προσπαθούν να περιορίσουν προκειμένου να συγκεντρώσουν την εξουσία στα χέρια τους μέσω της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
Έτσι εμφανίζονται οι «εκεχειρίες του θεού» και οι «εκεχειρίες της χώρας».  Οι πρώτες είναι απαγορεύσεις που τίθενται από την εκκλησία στον κανόνα της αντεκδίκησης (π.χ. απαγόρευση εχθροπραξιών σε ορισμένους τόπους όπως οι εκκλησίες, διάφοροι δρόμοι κλπ.) και οι δεύτερες, απαγορεύσεις που τίθενται από τους φεουδάρχες που προσπαθούν να επανακτήσουν την δικαιοδοσία για την απονομή της δικαιοσύνης (π.χ. χρονικοί περιορισμοί στις αντεκδικήσεις, υποχρέωση προσπάθειας για κατ’ αρχήν δικαστική επίλυση των διαφορών, όρκιση για παράλειψη πράξεων που μπορούσαν να διαταράξουν τη δημόσια ασφάλεια).
Έτσι, η παράβαση των εκεχειριών της χώρας κατέληξαν σιγά σιγά να θεωρούνται, εκτός  των άλλων, και παράβαση της πίστεως και τιμωρούνταν με βαριές ποινές (θάνατος, ακρωτηριασμοί).
Μετά το 1200 αρχίζει μία αύξουσα αστικοποίηση (λόγω της παύσης των πολέμων) και μία άνθηση του εμπορίου και της γεωργίας που έχουν ως αποτέλεσμα την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, τη συσσώρευση πλούτου στα χέρια κάποιων ισχυρών και την αντίστοιχη οικονομική δυσπραγία για την πλειοψηφία. Έτσι, η ανθρώπινη ζωή υποτιμάται και παρατηρείται ιδιαίτερη αυστηρότητα στη θέσπιση εγκλημάτων και ποινών, ενώ η προστασία της ιδιοκτησίας ανάγεται σε υπέρτατο αγαθό που πρέπει πάση θυσία να προστατευτεί με κάθε τρόπο. Αλλά η «βάπτιση» της ιδιοκτησίας ως του απόλυτου αγαθού σημαίνει ότι όλα αρχίζουν και αποτιμώνται χρηματικά. Συνεπώς αρκετές πράξεις μπορούν να εξαγοραστούν από τον δράστη, αρκεί να έχει την οικονομική δυνατότητα να το πράξει.
Κατά τα λοιπά οι ποινές ήταν εξοντωτικές (μαρτυρικές εκτελέσεις, ακρωτηριασμοί, ευφάνταστες διαπομπεύσεις). Η σκληρότητα της ποινικής καταστολής όχι μόνο δεν μείωσε την εγκληματικότητα, αλλά αντίθετα, σε συνδυασμό με την φτώχεια και την εξαθλίωση, την αύξησε (π.χ. δημιουργήθηκαν αναρίθμητες συμμορίες ληστών).
Τέλος, στην Αναγέννηση, η επίδραση της καθολικής εκκλησίας ήταν πλέον αισθητή στην εξέλιξη των ποινικών και σωφρονιστικών θεσμών, σε βαθμό που το δίκαιο να αναμειγνύεται με την ηθική. Στην περίοδο αυτή δίνεται σημασία στην εγκληματική βούληση του δράστη και υιοθετείται ένα άκρως φορμαλιστικό σύστημα για την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων στην ποινική διαδικασία.
Το μίγμα είναι εκρηκτικό: πράξεις που ανάγονταν έως τότε στην ηθική σφαίρα και στην προσωπική ζωή του ατόμου, ποινικοποιούνται. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, αν αποκλίνουν (ή αν υποτίθεται ότι απέκλιναν…) από τις επίσημες θέσεις της εκκλησίας, χαρακτηρίζονται ως βαρύτατο έγκλημα.  Ακόμα, στην δικαιοδοσία της εκκλησίας υπάγονται και αδικήματα μη θρησκευτικού (ή μη αμιγώς θρησκευτικού) χαρακτήρα, όπως η μοιχεία, η αιμομιξία, η ψευδορκία αλλά και η τοκογλυφία.
Οι ποινές ήταν σωματικές και σχεδόν πάντα θανατικές. Αλλά στον θάνατο ο κατάδικος έφτανε μόνο μετά από ένα ατελείωτο βασανιστήριο (και οι απονέμοντες τη δικαιοσύνη έδειξαν μία απίστευτη εφευρετικότητα ως προς τους τρόπους βασανιστικών εκτελέσεων).
Όπως προειπώθηκε, τα εντελώς νέα στοιχεία στο ποινικό δίκαιο της εποχής αυτής, ήταν:α) η εστίαση στη βούληση του δράστη με ταυτόχρονη στόχευση την «ηθική βελτίωσή του» και την «θεραπεία του» από την εγκληματική έξη. Ο Θωμάς Ακινάτης μάλιστα, ονόμασε τις ποινές αυτές «θεραπευτικές» σε αντίθεση με τις ανταποδοτικές (πάντως για αρκετά μεγάλο διάστημα οι ποινές αυτές συγχέονται και θεωρητικά αλλά και στην πράξη), και β)η θέσπιση δικονομικών κανόνων κυρίως σε θέματα εκτίμησης των αποδείξεων (π.χ. διαδικασία της θεοδικίας, κατά την οποία η απόδειξη της αθωότητας ή της ενοχής στηρίζεται σε διάφορα εξωτερικά σημεία και κυρίως στην δύναμη που υποτίθεται ότι έδινε ο Θεός  στον αθώο κατά τη διάρκεια των εξαιρετικά σκληρών ανακριτικών δοκιμασιών (π.χ. ρίψιμο του κατηγορούμενου, δεμένου, στο νερό: αν επέπλεε θεωρούνταν αθώος γιατί το νερό δεν τον είχε απορρίψει ως ακάθαρτο…).

Αυτή είναι η καταγεγραμμένη ιστορία της ποινικής καταστολής και του ποινικού δικαίου της Ευρώπης και των πολιτισμών που επηρέασαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αντίστοιχες ήταν και οι εναλλαγές και διακυμάνσεις στους υπόλοιπους πολιτισμούς του κόσμου. Πάντα η ποινική καταστολή ήταν σε άμεση συνάρτηση με τις δεδομένες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες που χαρακτήριζαν  μία δεδομένη κοινωνία ή ιστορική περίοδο και μάλιστα με τρόπο διττό: ήταν αποτέλεσμα των συνθηκών αυτών αλλά και τις (επανα)διαμόρφωναν προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις σύμφωνα με τις εκάστοτε πολιτικές επιλογές αυτών που είχαν στα χέρια τους την δικαιοδοτική εξουσία.
Στο επόμενο μέρος θα επιχειρηθεί μία προσέγγιση της ποινικής καταστολής και των ποινικών νόμων στις φάσεις ανάπτυξης του καπιταλισμού, από την αρχή του έως σήμερα, καθώς και μία συνολική θεώρηση και ανάλυση των θεσμών αυτών, του ρόλου τους και της λειτουργίας τους μέσα στις κοινωνίες.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου