Του Νικόλα Σεβαστάκη
Καταβάλλω προσπάθεια διαβάζοντας το προσχέδιο νόμου με τον ωραία παραπλανητικό τίτλο «Οργάνωση Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ανεξάρτητη Αρχή για τη διασφάλιση και την πιστοποίηση της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση». Όπως και οι περισσότεροι άλλοι συνάδελφοι εδώ και ένα χρόνο συλλέγουμε φημολογίες και ανέλεγκτες πληροφορίες. Προειδοποιητικές βολές σε ένα είδος άσκησης ψυχολογικού πολέμου. Τώρα εμφανίζεται το τελικό προϊόν. Το ίδιο το «πράγμα». Και όπως σε πλείστα άλλα προϊόντα του πασοκικού εργαστηρίου ιδεών, η γλώσσα συστήνει ήδη και περιεχόμενο.
Πιστεύω λοιπόν ότι διαβάζω το master plan μιας μεγάλης εταιρίας- και όχι απαραιτήτως μιας επιχείρησης της λεγόμενης νέας οικονομίας. Ότι έχω μπροστά μου μια έκθεση γραμμένη από ανθρώπους που έκαναν κάποια ταχύρρυθμα σεμινάρια ίσως σε κάποιο από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια της Αλαμπάμας ή της Νεμπράσκα. Το πνεύμα του προσχεδίου αναλώνεται σε μια σειρά εντολών και παραγγελμάτων, άμεσων και έμμεσων. Η μια τους πλευρά αφορά την αυτοδιαχείριση της πενίας, την επιταγή δηλαδή για τρομακτική συρρίκνωση των πραγματικών δυνατοτήτων ενός δημόσιου πανεπιστημίου. Ο δεύτερος άξονας των εντολών υποβάλλει τη ρευστοποίηση όλων των ακαδημαϊκών ταυτοτήτων και ρόλων για να εγκαθιδρυθεί μια αλλόκοτη υπεργραφειοκρατική αρχιτεκτονική. Αυτό το οποίο ενώνει τις δυο πλευρές είναι ο κατακερματισμός της ενότητας των σπουδών, η κατάλυση της ουσιαστικής υπόστασης του πτυχίου και των γνωστικών αντικειμένων.
Φυσικά τούτο το «νέο πλαίσιο» δεν είναι κάποια υπέρβαση των παθογενειών του προηγούμενου καθεστώτος. Συνιστά κανονιστική συμπύκνωση νέων σχέσεων εξάρτησης που προοιωνίζονται υψηλότερα επίπεδα διαφθοράς και συναλλαγής. Εμπεδώνει την επισφάλεια για όλους τους μετέχοντες στην ακαδημαϊκή ζωή. Και οι όροι που θέτει για την οργάνωση των σπουδών, την άσκηση της διδασκαλίας και της έρευνας, την κρατική στήριξη της ανώτατης εκπαίδευσης είναι απωθητικοί.
Το αυτοδιοίκητο γίνεται πλέον το κέλυφος μιας «αυτοδιακυβέρνησης» η οποία έχει την εξής έννοια: να επιτάσσει την υποταγή όλων των υποκειμένων της ακαδημαϊκής ζωής στη λογική του ευρωπαϊκού χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης, στις περιβόητες – και αποτυχημένες- αρχές της Μπολόνια. Το εντυπωσιακό είναι όμως η ιδιαίτερη εφαρμογή αυτών των αρχών στην ελληνική περίπτωση. Με όρους μαζικής αναξιοπρέπειας για τη διοίκηση, για τους φοιτητές, για τους διδάσκοντες.
Πρέπει να μελετήσουμε καλά αυτό το κείμενο. Ως υπόδειγμα χειραγώγησης εννοιών, ως πλέγμα κενών λόγων και επικίνδυνων αποσιωπήσεων. Ήδη έχουμε μάθει πολλά με τις έκτακτες εγκυκλίους και τα σουρεαλιστικά έγγραφα Πανάρετου.
Αλλά για να είμαστε και δίκαιοι: από την αρχή όλα έδειχναν ότι η «διαβούλευση» ήταν ένα παιχνίδι με τον χρόνο, μια τεχνική πολιτικής επικοινωνίας και εσωτερικής παραλυσίας. Η καλή διαγωγή των θετικών προτάσεων καταπλακώθηκε από τις μεθοδεύσεις προς ένα ολιγαρχικό και φεουδαρχικό μετα-πανεπιστήμιο.
Τα ερωτήματα είναι πολλά. Ιδίως για όλες και όλους εκείνους που θα ήθελαν ριζικές αλλαγές στο τοπίο της Ανώτατης Εκπαίδευσης χωρίς νεοφιλελεύθερους πιθηκισμούς και κακόγουστο επαρχιωτισμό. Κάποιοι είτε δεν κατάλαβαν είτε δεν ήθελαν να καταλάβουν ότι μια ορισμένη ρητορική της επείγουσας εκσυγχρονιστικής τομής δεν ήταν δείγμα κάποιας αφύπνισης για τα κακώς κείμενα, αλλά ένα κυνικό ιδεολογικό εργαλείο.
Στο εξής το ζητούμενο δεν είναι λοιπόν η επανεκκίνηση μιας ακόμα απατηλής «διαβούλευσης», αλλά ο καιρός της συντονισμένης παρέμβασης για την υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου, για απάντηση στη νέα φάση οικονομικής και θεσμικής βίας την οποία διανύουμε.
Πιστεύω λοιπόν ότι διαβάζω το master plan μιας μεγάλης εταιρίας- και όχι απαραιτήτως μιας επιχείρησης της λεγόμενης νέας οικονομίας. Ότι έχω μπροστά μου μια έκθεση γραμμένη από ανθρώπους που έκαναν κάποια ταχύρρυθμα σεμινάρια ίσως σε κάποιο από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια της Αλαμπάμας ή της Νεμπράσκα. Το πνεύμα του προσχεδίου αναλώνεται σε μια σειρά εντολών και παραγγελμάτων, άμεσων και έμμεσων. Η μια τους πλευρά αφορά την αυτοδιαχείριση της πενίας, την επιταγή δηλαδή για τρομακτική συρρίκνωση των πραγματικών δυνατοτήτων ενός δημόσιου πανεπιστημίου. Ο δεύτερος άξονας των εντολών υποβάλλει τη ρευστοποίηση όλων των ακαδημαϊκών ταυτοτήτων και ρόλων για να εγκαθιδρυθεί μια αλλόκοτη υπεργραφειοκρατική αρχιτεκτονική. Αυτό το οποίο ενώνει τις δυο πλευρές είναι ο κατακερματισμός της ενότητας των σπουδών, η κατάλυση της ουσιαστικής υπόστασης του πτυχίου και των γνωστικών αντικειμένων.
Φυσικά τούτο το «νέο πλαίσιο» δεν είναι κάποια υπέρβαση των παθογενειών του προηγούμενου καθεστώτος. Συνιστά κανονιστική συμπύκνωση νέων σχέσεων εξάρτησης που προοιωνίζονται υψηλότερα επίπεδα διαφθοράς και συναλλαγής. Εμπεδώνει την επισφάλεια για όλους τους μετέχοντες στην ακαδημαϊκή ζωή. Και οι όροι που θέτει για την οργάνωση των σπουδών, την άσκηση της διδασκαλίας και της έρευνας, την κρατική στήριξη της ανώτατης εκπαίδευσης είναι απωθητικοί.
Το αυτοδιοίκητο γίνεται πλέον το κέλυφος μιας «αυτοδιακυβέρνησης» η οποία έχει την εξής έννοια: να επιτάσσει την υποταγή όλων των υποκειμένων της ακαδημαϊκής ζωής στη λογική του ευρωπαϊκού χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης, στις περιβόητες – και αποτυχημένες- αρχές της Μπολόνια. Το εντυπωσιακό είναι όμως η ιδιαίτερη εφαρμογή αυτών των αρχών στην ελληνική περίπτωση. Με όρους μαζικής αναξιοπρέπειας για τη διοίκηση, για τους φοιτητές, για τους διδάσκοντες.
Πρέπει να μελετήσουμε καλά αυτό το κείμενο. Ως υπόδειγμα χειραγώγησης εννοιών, ως πλέγμα κενών λόγων και επικίνδυνων αποσιωπήσεων. Ήδη έχουμε μάθει πολλά με τις έκτακτες εγκυκλίους και τα σουρεαλιστικά έγγραφα Πανάρετου.
Αλλά για να είμαστε και δίκαιοι: από την αρχή όλα έδειχναν ότι η «διαβούλευση» ήταν ένα παιχνίδι με τον χρόνο, μια τεχνική πολιτικής επικοινωνίας και εσωτερικής παραλυσίας. Η καλή διαγωγή των θετικών προτάσεων καταπλακώθηκε από τις μεθοδεύσεις προς ένα ολιγαρχικό και φεουδαρχικό μετα-πανεπιστήμιο.
Τα ερωτήματα είναι πολλά. Ιδίως για όλες και όλους εκείνους που θα ήθελαν ριζικές αλλαγές στο τοπίο της Ανώτατης Εκπαίδευσης χωρίς νεοφιλελεύθερους πιθηκισμούς και κακόγουστο επαρχιωτισμό. Κάποιοι είτε δεν κατάλαβαν είτε δεν ήθελαν να καταλάβουν ότι μια ορισμένη ρητορική της επείγουσας εκσυγχρονιστικής τομής δεν ήταν δείγμα κάποιας αφύπνισης για τα κακώς κείμενα, αλλά ένα κυνικό ιδεολογικό εργαλείο.
Στο εξής το ζητούμενο δεν είναι λοιπόν η επανεκκίνηση μιας ακόμα απατηλής «διαβούλευσης», αλλά ο καιρός της συντονισμένης παρέμβασης για την υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου, για απάντηση στη νέα φάση οικονομικής και θεσμικής βίας την οποία διανύουμε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου